Η φράση ίσως προέρχεται από το αρχαίο «μα τας κράμβας», αφού λάχανο είναι η κοινή ονομασία του φυτού Κράμβη, η λαχανώδης, που είναι φυτό διετές, ποώδες και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών – στην Κύπρο μάλιστα το λάχανο λέγεται ακόμα κρα- μπί = κράμβη.

Το «μα τας κράμβας» λοιπόν ήταν όρκος άνευ σοβαρότητας, επειδή η εκφορά του ήταν κωμικός ευφημισμός όρκου (κάτι σαν το "να φάω τα κόκκαλά μου" δηλαδή) για να αποφύγει κάποιος την αναφορά στα θεία ή σε άλλα ιερά ονόματα.

Αξιοσημείωτο όμως είναι πως στα αρχαία ελληνικά, λάχανα (συνήθως στον πληθυντικό) ονομάζονταν όλα τα εδώδιμα και καλλιεργούμενα κηπευτικά, και όχι απλώς αυτό που λέμε σήμερα λάχανο. Η λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα «λαχαίνω, και _προσέξτε το αυτό_ ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό ρήμα «λαχαίνω» (π.χ. μου έλαχε ο κλήρος) απ’ όπου προέρχεται και η λέξη λαχείο. Το σημερινό ρήμα «λαχαίνω» είναι μετεξέλιξη του αρχαίου «λαγχάνω», ενώ το αρχαίο «λαχαίνω» σήμαινε «σκάβω». Λάχανα λοιπόν ήταν τα φυτά που σκάβεις για να τα καλλιεργήσεις, τα κηπευτικά δηλαδή.

Τη φράση «σιγά τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σπουδαία τα λάχανα») τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε τη δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.

Όμως, παρότι η φράση «σιγά τα λάχανα» χρησιμοποιείται απαξιωτικά, το λαχανάκι ως τροφή δεν το απαξιώνουμε καθόλου, αφού χαίρει γενικής εκτιμήσεως και προτιμήσεως παγκοσμίως και χρησιμοποιείται τόσο σε σαλάτες, λαχανοντολμάδες, λαχανόρυζα κ.ά. όσο και σε διάφορες γκουρμεδιές και κυριλίκια (βλ. τον πάταγο που έκαναν τα λαχανάκια Βρυξελλών κι ας είναι μια σταλίτστα).

‘Αντε… μορφωθήκαμε και σήμερα