Του Δήμου Δημητριάδη*

ίμαι χρόνια καπνιστης, ένα πακέτο την ημέρα και βάλε. Το άρχισα στα 15 μου, στο σχολείο και δεν το 'κοψα μεχρι τωρα. Και γιατί να το κόψω; Αφού μ’αρέσει. Λένε για το τσιγάρο, καρκίνο και τα ρέστα. Ποιος τους πιστεύει; Εδώ ο παππούς μου και ο πατέρας μου ηταν καπνιστές χρόνια. Ε, και τι, έπαθαν τίποτα; Όχι, άρα μια χαρά!

Φέρανε τώρα και τον αντικαπνιστικό νόμο. Θυμάστε και κάποτε παλιά που το προσπάθησαν; Τίποτα δεν έγινε

λοι το αγνοήσαμε και καλά κάναμε.

α μην καπνίζουμε λέει σε κοινόχρηστους κλειστούς χώρους για το δευτερεύον κάπνισμα και αηδίες. Να μην μπορώ δηλαδή, να πιω έναν καφέ και να απολαύσω ένα τσιγάρο με την ησυχία μου στο καφενείο.

ιατί που αλλού μπορώ να το κάνω; Στο σπίτι μέσα δεν καπνίζω ποτέ. Στο μπαλκόνι μόνο. Δεν θέλω να μυρίζει το σπίτι. ‘Επειτα είναι και η γυναίκα μου που εχει προβλήματα με την καρδιά, οπότε άστο καλύτερα.

Τις προάλλες εκεί που καθόμουν στο μπαλκόνι και έκανα ένα τσιγάρο με τον απογευματινό καφέ, να 'σου η κόρη μου. Δεν καπνίζει βέβαια και καλά κάνει. Της το είχα πει από μικρή, μην τυχόν και το αρχίσεις γιατί θα σου γίνει συνήθεια, αλκοολίκι!

Μου λέει λοιπόν η μικρή, “βρε μπαμπά θέλω μια χάρη”.

?Ό,τι θες κούκλα μου” της λέω, “τι είναι;”

?Να, έχω μια συμφοιτήτριά μου, η φουκαριάρα, πέθανε πρόσφατα ο πατέρας της και μείνανε με την σύνταξη και η μάνα της δεν δουλεύει οπότε, άρχισε να τα φέρνει λίγο δύσκολα και με ρώτησε αν ξέρω τίποτα για καμμιά δουλειά. Σκέφτηκα λοιπόν τον Τάκη που έχει την καφετέρια στην γωνία. Τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις;”

?Ποιον τον Τάκη;” Λεω ‘γω. “Με τον Τάκη είμαστε σαν αδέλφια, τον ξέρω απο το Γυμνάσιο, στρατο μαζι καναμε. Τον παιρνω τωρα αμεσως τηλεφωνο.”

“Έλα δικέ μου, εγώ είμαι, όλα καλά; Τι γίνεται με τον αντικαπνιστικό; Εμφανίστηκε κανένας χαφιές; Χαχα, το τηλέφωνο το ξέρουν ετσι; Αλλά που να τολμήσουν, NAA τους πάει. Που μας κατάντησαν οι αλήτες. Τέλος πάντων. Ρε συ χρειάζεσαι κανέναν για το μαγαζί; Μία κολλητή της κόρης μου ψάχνει για δουλειά. Τι, αν είναι καλη; Ε, που να ξέρω ρε μ..α, για να κάνει παρέα με την κόρη μου καλη θα ‘ναι, χαχα. Α χρειάζεσαι; Ωραία να της πω να περάσει από κει; Πότε; Αύριο; Ωραάα. Ευχαριστώ ρε μεγάλε το εκτιμώ. Ναί θα περάσω κάποια στιγμή να τα πούμε, να δω και τι γίνεται, καπνίζουμε ή δεν καπνίζουμε; Χαχαχα να μην κολλάω ετσι; Καλά, έγινε γεια.”

“Λοιπόν το κανόνισα λέω, άκουσες; Πες της να περάσει αύριο και θα την τακτοποιήσει ο Τάκης.”

“Ευχαριστώ πολυ μπαμπά μου”, μου λεει το κορίτσι μου, “το ‘ξερα ότι θα το κανόνιζες.”

“Α, ξέχασα να σου πω ότι η φίλη μου εχει άσθμα. Να το πούμε στον Τάκη;”

Έλα μωρέ τώρᨔ λεω ΄γω, “σιγά το πράγμα, στο κάτω κάτω καφενείο ειναι, μήπως θα την πειράξει που καπνίζουν;”