Έχει υποστηριχθεί πως η φράση προέρχεται απλώς από τις < (κουταμ)άρες, (κουτα)μάρες.

Επαναλαμβάνεις δυο τρεις φορές δηλαδή τη λέξη "κουταμάρες" και αρχίζεις τις συντμήσεις για οικονομία χρόνου.

Ετυμολογικά όμως θεωρείται πως η φράση προέρχεται από το: άρες μάρες < άρα/αρά + μάρα (= μαρασμός).

Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που  ισχυρίζονται ότι προέρχεται από τις κατάρες. Στον ενικό, η λέξη είναι Κατάρα (Κατ-άρα), και με την πάροδο των χρόνων, για να γίνει πιθανώς πιο εύηχη ή για λόγους εξευμενισμού και μόνο, προστέθηκε και το «Μ».
Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα, και στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλε κάποιος και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες για να γίνει ως πρόταση πιο ποιητική και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση!

Στις μέρες τη λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που ακούμε δεν βγάζει νόημα και την απευθύνουμε σε όποιον λέει αρλούμπες και ασυναρτησίες.

Τώρα, δικαίως θα μου πείτε, "τι σχέση έχουν οι κουκουνάρες με τις αρλούμπες;"

Για σκεφτείτε όμως πώς σκάνε τα κουκουνάρια όταν παίρνουν φωτιά. Πώς εκσφενδονίζονται σε απόσταση και με πόση ευκολία μεταδίδουν τη φλόγα!

Μήπως κάπως έτσι διαδίδεται και γίνεται πιστευτή και η αρλούμπα;

Μήπως... λέμε εμείς τώρα... Μήπως;

 

Vps