Η απώλεια είναι εμπειρία που βιώνουν οι άνθρωποι ως αποτέλεσμα διαφορετικών καταστάσεων και γεγονότων που συμβαίνουν και ως εμπειρία διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο, με έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας στον τρόπο, την ένταση και την αναλογία της θλίψης, με το γεγονός που την προκαλεί.

Η πιο οδυνηρή απώλεια αδιαμφισβήτητα θεωρείται ο θάνατος. Ωστόσο, συχνά οι άνθρωποι βιώνουν με πολύ μεγάλη ένταση και βαθιά θλίψη την απώλεια ενός χωρισμού, ενός φίλου, μια αποβολή, την απώλεια της υγείας τους ή ενός δικού τους προσώπου, την απώλεια της δουλειάς τους, της οικονομικής τους σταθερότητας, ενός αντικειμένου ή και ενός κατοικίδιου ζώου.

Μια αντικειμενική προσέγγιση, σαφώς διακρίνει τη διαβάθμιση της έντασης της απώλειας μεταξύ γεγονότων και του πένθους, ωστόσο κυρίαρχο θέμα αποτελεί ο τρόπος που κάθε άνθρωπος βιώνει την απώλεια και οι διαστάσεις και παράμετροι αποσταθεροποίησης της εσωτερικής εμπειρίας, των σχέσεων και της λειτουργικότητας, του ως αποτέλεσμα μιας σημαντικής, για αυτόν απώλειας.

Η απώλεια, ο θρήνος και η εμπειρία των ανθρώπων μέσα σε αυτόν, περιλαμβάνει μια σειρά σταδίων, από τα οποία συνήθως διέρχεται το συναίσθημα των ανθρώπων.

Την αρχική άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας και του γεγονότος της απώλειας, ακολουθεί ο θυμός για αυτό που του συνέβη ή για όλα όσα θα μπορούσε ή έπρεπε να κάνει και δεν έκανε πριν την απώλεια.

Κατόπιν, για τους ανθρώπους που αρχίζουν λειτουργικά να διαχειρίζονται την απώλεια και το πένθος τους, αρχίζει μια εσωτερική διαπραγμάτευση και αναζήτηση εναλλακτικών ανακούφισης του έντονου εσωτερικού πόνου, η διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της οποίας, φυσικά, διαφοροποιούνται μεταξύ των ανθρώπων.

ο τελευταίο στάδιο αποτελεί η αποδοχή του γεγονότος και του πόνου της απώλειας.

Συχνά οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να διαχειριστούν την απώλεια τους, όποια κι αν είναι ,αναπτύσσοντας μία έντονα επώδυνη σχέση με την εμπειρία αυτή. Σταδιακά ο ανολοκλήρωτος θρήνος αποσταθεροποιεί πλήρως την εσωτερική και εξωτερική ζωή και εμπειρία του ανθρώπου, διαταράσσοντας κάθε τομέα λειτουργικότητας του. Η πραγματικότητα του γίνεται αντιληπτή και νοηματοδοτείται, αποκλειστικά μέσω του πόνου της απώλειας, αποδυναμώνοντας κάθε εναλλακτική νοηματοδότηση και σύνδεση του ατόμου, με τον εαυτό του και τους άλλους.

Αυτός ο πόνος μπορεί να είναι βουβός, όμως μπορεί και να εκφράζεται καλυμμένος με έντονες, υπερβολικές ή και ακραίες συμπεριφορές και δυσλειτουργίες του ανθρώπου που τον βιώνει. Επιπλέον, συχνά η απώλεια συνδέεται ή εκφράζεται με την κατάθλιψη και άλλες διαταραχές του συναισθήματος.

Όποια μορφή κι αν παίρνει η κατάσταση της όποιας απώλειας δεν μπόρεσε, ένα άτομο να διαχειριστεί, η ένταση του εσωτερικού πόνου και η πλήρης αποσταθεροποίηση του ανθρώπου που βιώνει τον πόνο, θα μπορούσε σταδιακά να υποχωρήσει, το άτομο να ανακτήσει την λειτουργικότητα του και να επανασυνδεθεί με τον εαυτό του και τις σημαντικές για αυτό, σχέσεις, μέσω την λήψης βοήθειας από ειδικό ψυχικής υγείας.

Η απώλεια και ο θρήνος, περνώντας τα απαραίτητα στάδια, με την κατάλληλη βοήθεια, θα πάψουν να αποτελούν «ταυτότητα» και μοναδική επιλογή του ανθρώπου που πονά, καθώς ενθαρρύνεται στην αποδοχή και στην ενεργοποίηση δυνάμεων, που καθιστούν τελικά δυνατή τη συνέχιση της δημιουργικής αναζήτησης του «εαυτού», μέσα απο την εξέλιξη, την αλλαγή, τη σύνδεση και τη συνύπαρξης με τους άλλους ανθρώπους.