Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, κάποια στιγμή στη ζωή τους, βιώνουν την εμπειρία της ερωτικής απογοήτευσης, του χωρισμού και της εγκατάλειψης. Ο τρόπος, όμως, που βιώνουμε μια τέτοια κατάσταση διαφέρει από άτομο σε άτομο. Οι περισσότεροι έχουν μια αίσθηση απώλειας, έντονης λύπης και άλλων -αντιφατικών, συχνά, μεταξύ τους- συναισθημάτων αλλά και μιας αίσθησης σοκ, εάν ήταν απρόσμενη μια τέτοια εξέλιξη. Πολλοί κλαίνε ασταμάτητα, ουρλιάζουν από απόγνωση και οργή και άλλοι πάλι κλείνονται στον εαυτό τους, μη θέλοντας να μιλήσουν με κανέναν.

Μια εγκατάλειψη είναι πάντα επώδυνη, ακόμα και αν δεν είμαστε ιδιαίτερα ερωτευμένοι. Όποιος εγκαταλείπεται και δεν νιώθει έστω και λίγο άσχημα, τότε είτε δεν αισθάνεται το παραμικρό για το ταίρι του, έστω και ως άνθρωπο, είτε πνίγει τα επώδυνά του συναισθήματα, ίσως γιατί δεν τα αντέχει και γιατί χρειάζεται χρόνο πριν επιτρέψει στον εαυτό του να αρχίσει σιγά-σιγά να τα βιώνει.

Μερικές φορές, μπορεί να είμαστε εμείς οι ίδιοι που θέλουμε να βάλουμε τέλος στη σχέση αλλά να διστάζουμε για διάφορους λόγους. Στην περίπτωση αυτή, η ανακοίνωση από τον άλλον πως θα ήθελε να χωρίσουμε μπορεί να είναι μια μικρή λύτρωση γιατί μας απαλλάσσει από την ευθύνη μιας τέτοιας απόφασης ή από τις όποιες ενοχές μας.

Υπάρχουν, όμως, και φορές που, ενώ θέλουμε να χωρίσουμε -ιδιαίτερα από κάποιον που θεωρούμε δεδομένο-, ίσως νιώσουμε πολύ άσχημα, έως και πανικό, εάν αυτός προλάβει και μας ανακοινώσει πρώτος πως θέλει να βάλει τέλος στη σχέση. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε οι λόγοι του πανικού μας οφείλονται σε κάποιο παλαιό δικό μας βίωμα που ενεργοποιείται με αφορμή αυτόν το χωρισμό και από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται.

Είναι καλό να έχουμε πάντα υπόψη πως ένας χωρισμός μπορεί να είναι το χειρότερο αλλά ίσως και το καλύτερο που θα μπορούσε να μας συμβεί.

Αποδοχή των συναισθημάτων

Ένα πρώτο και αποφασιστικό βήμα για να αρχίσει να δημιουργείται μια τάξη μέσα μας μετά από μια ερωτική απογοήτευση είναι η αποδοχή των όσων νιώθουμε. Είναι πολύ σημαντικό να αποδεχθούμε πως νιώθουμε ανήμποροι, μόνοι, εγκαταλειμμένοι και πως ο άλλος θέλει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς εμάς. Θα πρέπει να μείνουμε στα δύσκολα συναισθήματά μας, να τα αφουγκρασθούμε και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αρχίσει να τα βιώνει σιγά-σιγά. Να τα δούμε ως το αποτέλεσμα μιας πληγής που έχει προκληθεί μέσα μας, που πονά και χρειάζεται καλή φροντίδα για να μπορέσει γρήγορα να γιάνει. Όσο αναμασάμε αυτό που μας συνέβη χωρίς να το αποδεχόμαστε τόσο ο πόνος μας γίνεται μεγαλύτερος γιατί είναι σαν να σκαλίζουμε, αντί να φροντίζουμε προσεκτικά, την πληγή μας.

Πέραν της αποδοχής των επώδυνων συναισθημάτων μας, θα πρέπει, επίσης, να μην αξιολογούμε ή κατακρίνουμε τα όσα νιώθουμε. Για παράδειγμα, ενώ κάποιος πονά, να λέει στον εαυτό του: «Είμαι χαζός που αισθάνομαι τόσο άσχημα, δεν αξίζει τον κόπο. Δεν πρέπει να δείξω το πόσο έχω πληγωθεί, να αποχωρίσω με το κεφάλι ψηλά και σαν να μην έχει συμβεί κάτι το ιδιαίτερο». Λειτουργώντας με τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο δεν δίνουμε στον εαυτό μας τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα συναισθήματα που διακινούνται εντός του ούτως ή άλλως -και άρα να τα επεξεργασθεί και σιγά-σιγά ώστε να τα ξεπεράσει- αλλά είναι σαν να τον κατακρίνουμε και να τον υποτιμούμε για αυτά τα τόσο φυσιολογικά που νιώθει.

Αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα σε αποδοχή και αυτοπροστασία

Είναι αδύνατον να καταφέρουμε να πνίξουμε τον πόνο που προκαλεί ένας ανεπιθύμητος χωρισμός, χωρίς κάποιο σοβαρό ψυχικό κόστος και διάφορες άλλες συνέπειες για τη ζωή μας. Στο βαθμό που αποδεχόμαστε τα συναισθήματά μας, όσο επώδυνα και αν είναι, αποδεχόμαστε και το ότι είμαστε άνθρωποι, πως ζούμε, πως μπορούμε να αγαπάμε και πως είμαστε ευάλωτοι όταν υπάρχει σοβαρός λόγος. Τις περισσότερες φορές, εμείς οι ίδιοι είμαστε που μετατρέπουμε, άθελά μας, τον πόνο μας σε αληθινό μαρτύριο, κατηγορώντας τον εαυτό μας για τα όσα νιώθει. Αυτό ακριβώς είναι που μπορούμε να αλλάξουμε.

Είναι σημαντικό να μπορέσουμε να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στην αποδοχή των συναισθημάτων μας και στην καλή φροντίδα του εαυτού μας. Αυτά τα δύο θα πρέπει να γίνονται ταυτόχρονα και όχι είτε το ένα είτε το άλλο. Το πρώτο βήμα για την αποδοχή των συναισθημάτων μας αρχίζει με την περιγραφή τους σε εμάς τους ίδιους, δίνοντάς τους το όνομα που τους αντιστοιχεί ή γράφοντάς τα σε ένα τετράδιο. Το δεύτερο βήμα είναι να συμπεριφερθούμε στον εαυτό μας και να τον φροντίσουμε σαν να επρόκειτο για ένα πολύ αγαπημένο μας πρόσωπο που βρίσκεται σε παρόμοια θέση.

Προσπαθούμε, επίσης, να συνεχίσουμε να κάνουμε όλα όσα μας έδιναν χαρά και ευχαρίστηση μέχρι και πριν το χωρισμό, χωρίς απαιτήσεις και πίεση να νιώσουμε οπωσδήποτε καλά ή με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως παλαιότερα. Σημασία έχει να μπορέσουμε να νιώσουμε έστω και λίγο καλύτερα.

Σκοπός όλων αυτών είναι η αποφυγή της συνεχούς αναμόχλευσης των όσων έχουν συμβεί που οδηγεί σε επιδείνωση της διάθεσής μας, συνήθως διαμέσου της ενοχοποίησης του εαυτού μας για τα όσα κάναμε ή δεν κάναμε καθώς και για τα όσα νιώσαμε ή δεν νιώσαμε. Τα συναισθήματά μας είναι σαν την κινούμενη άμμο. Όσο περισσότερο αντιστεκόμαστε σε αυτά τόσο βαθύτερα βουλιάζουμε μέσα τους, χάνοντας τον ορίζοντα της ζωής και τη δυνατότητα να νιώσουμε σταδιακά καλύτερα.

Ενεργοποίηση παλαιότερων ανάλογων εμπειριών

Όπως κάθε κρίση, έτσι και ένας χωρισμός ενεργοποιεί συναισθήματα παλαιότερων ανάλογων εμπειριών -ιδιαίτερα αυτών που ποτέ δεν καταφέραμε ή που δεν είχαμε τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε- τα οποία χρωματίζουν με την ιδιαίτερη χροιά τους και τον παρόντα χωρισμό. Οι περισσότεροι από εμάς δεν το αντιλαμβάνονται, με αποτέλεσμα η μεν σύγχυση να γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, η δε δυνατότητα μιας αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης αυτής σημαντικά μικρότερη.

Κάθε κρίση, όμως, δίνει την ευκαιρία διευθέτησης ακόμα και παλαιότερων τραυματικών εμπειριών, αρκεί να θέλουμε να δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία αυτή. Μια ψυχοθεραπευτική δουλειά μπορεί να οδηγήσει στην οριστική αποκατάσταση ανάλογων εκκρεμοτήτων εντός μας.

Σχεδόν πάντα, τα πράγματα βελτιώνονται στη συνέχεια

Όσο και αν πονάμε μετά από ένα χωρισμό, τα πράγματα βελτιώνονται σταδιακά, παρόλο που δεν πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, όταν η θλίψη, η απόγνωση και ο πόνος είναι δυσβάσταχτα. Η συζήτηση, για το πως νιώθουμε, με κάποιο πρόσωπο της εμπιστοσύνης μας (φίλο, συγγενή ή γονιό) βοηθά πάντα.

Εάν, όμως, περάσουν αρκετοί μήνες (περισσότεροι από έξι περίπου) και η διάθεσή μας δεν βελτιώνεται, τότε θα πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό της ψυχικής υγείας.

Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη

Δεν μετατρεπόμαστε αυτόματα σε λιγότερο άξια, επαρκή ή επιθυμητά άτομα μόνο και μόνο επειδή κάποιος μας εγκατέλειψε.

ιατηρούμε επαφή με τα επώδυνα συναισθήματά μας και τα βιώνουμε όσο είναι δυνατόν αμεσότερα, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να κάνουμε και πράγματα ευχάριστα.

ιλάμε με άτομα της εμπιστοσύνης μας για τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας.

οηθά, πάντα, και η καταγραφή τους σε κάποιο λεύκωμα/τετράδιο.

ποσύρουμε πράγματα και αποφεύγουμε καταστάσεις που μας υπενθυμίζουν το πρόσωπο που μας εγκατέλειψε και που μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα, π.χ. δώρα, φωτογραφίες, τηλεφωνικά νούμερα, face book, τραγούδια κ.ά.

δημιουργία νέας σχέσης ως βάλσαμο ή σωσίβιο

Κάποιοι, στην προσπάθειά τους να μετριάσουν τα δυσβάσταχτα αισθήματα απώλειας, μοναξιάς και αναξιότητας, προχωρούν σχεδόν άμεσα στη δημιουργία μιας νέας σχέσης που να παίξει στην ουσία το ρόλο του βάλσαμου ή του σωσίβιου για τη δυστυχία που βιώνουν. Αυτό, όχι μόνο δεν βοηθά αλλά αδικεί τόσο τον Άλλον -που παίζει εν αγνοία του έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο από αυτόν που φαντάζεται και επιθυμεί- όσο και αυτόν που κάνει μια τέτοια επιλογή, αλλοτριώνοντας τον ψυχισμό του και μη επιτρέποντάς του να ξεπεράσει όπως πρέπει το δράμα που ζει και πριν νιώσει πραγματικά έτοιμος να σαλπάρει και πάλι για ανοιχτές θάλασσες.

Μια τέτοιου είδους επιλογή είναι ταυτόσημη με το ξεγέλασμα ενός μικρού παιδιού που σπαράζει επειδή έφυγε η μητέρα του, δίνοντάς του ένα γλειφιτζούρι. Με τον τρόπο αυτόν, ίσως καταφέρουμε να σταματήσουμε πρόσκαιρα το κλάμα του αλλά, στην ουσία, φιμώνουμε τα απόλυτα φυσιολογικά συναισθήματά του, το αποπροσανατολίζουμε και δεν του δίνουμε την ευκαιρία να εξοικειωθεί σταδιακά και ήπια με αναπόφευκτες καταστάσεις της ζωής, να αναπτύξει «ψυχικά αντισώματα» απέναντι σε αυτές ώστε να μην καταποντιστεί αργότερα στη ζωή του, όταν θα χρειασθεί να αντιμετωπίσει ανάλογες και μάλιστα πολύ σοβαρότερες.

Πότε είμαστε έτοιμοι να ερωτευθούμε και πάλι;

Όταν ολοκληρωθεί η διεργασία πένθους εντός μας. Αυτό ποικίλει από άτομο σε άτομο, ανάλογα με την προσωπική του ψυχική ωριμότητα, την ένταση των συναισθημάτων που έτρεφε για το άτομο που τον/την εγκαταλείπει, τη σημασία και το ρόλο που είχε στη ζωή του, τις προηγούμενες εμπειρίες αποχωρισμού -από τα παιδικά του χρόνια μέχρι πρόσφατα-, τη δεδομένη συγκυρία της ζωής του (π.χ. είναι πολύ δυσκολότερο αν την ίδια περίοδο χωρίζουν οι γονείς μας, αν έχει πεθάνει πρόσφατα κάποιος από αυτούς, αν έχει υπάρξει ρήξη στη σχέση μας με έναν αγαπημένο φίλο/φίλη κ.τ.λ.) κ.ά.

Όταν είμαστε έτοιμοι να ερωτευθούμε και πάλι, αρχίζουμε να παρατηρούμε γενικώς τους ανθρώπους γύρω μας και κάποια στιγμή μπορεί να διαπιστώσουμε πως κάποιος από αυτούς φαίνεται να είναι ενδιαφέρον μεν άτομο, αν και όχι κάποιος θεός ή θεά που άξαφνα βρέθηκε μπροστά μας για να μας οδηγήσει σε έναν νέο παράδεισο. Όταν τα χρώματα της ζωής αρχίσουν σιγά-σιγά, και όχι απρόσμενα και εκτυφλωτικά, να ξεπροβάλλουν στον ορίζοντά μας.

Μπορεί να υπάρχει ακόμα πόνος για την προηγούμενή μας σχέση αλλά, παρόλ΄αυτά, να νιώθουμε πως υπάρχει μέσα μας πλέον θέση για νέα συναισθήματα και ενδεχομένως και για κάποιον Άλλον. Είναι, επίσης, πιθανό να υπάρχει φόβος για μια νέα ενδεχόμενη απογοήτευση. Αυτό είναι φυσικό. Δεν θα πρέπει , όμως, να κάνουμε πίσω, αν έχουμε αρχίσει μετά από αρκετό καιρό να νιώθουμε κάτι όμορφο για κάποιον Άλλον. Θα πρέπει να πάμε λίγο κόντρα στο δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο φόβο μας, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μας πως το να αγαπάμε ή να είμαστε ερωτευμένοι σημαίνει πως ΖΟΥΜΕ ή πως έχουμε «ξαναρχίσει» να ζούμε…

Επίλογος

Μια ερωτική απογοήτευση και ένας χωρισμός/αποχωρισμός είναι διαδικασίες που χρειάζεται πάντα το χρόνο τους για να ολοκληρωθούν. Όταν γίνει αυτό, τότε βλέπουμε αυτό που μας συνέβη ως μια εμπειρία και όχι ως κάτι που καθορίζει την αξία ή την επάρκειά μας ως ατόμων ή ακόμα και ολόκληρη τη ζωή μας ως καλή ή κακή. Κάθε σημαντική εμπειρία που μας σημαδεύει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι καλό να τη βλέπουμε ως κάτι που μας διαμορφώνει, συχνά, προς το καλύτερο. Λίγο μας τσακίζει, λίγο αποκαθιστά ελλείμματα και ασάφειες αλλά, συνολικά, μας κάνει πιο δυνατούς και σίγουρους για το τι θέλουμε από τη ζωή.

Απόλυτα καλές ή αρνητικές εμπειρίες δεν υπάρχουν στη ζωή, η δε αξιολόγησή τους ως τέτοιες δεν είναι εύκολη υπόθεση και μπορεί να γίνει μόνο μετά από πολύ καιρό. Το ίδιο ισχύει και για μία ερωτική απογοήτευση ή έναν χωρισμό. Μετά από καιρό, μπορεί να διαπιστώσουμε πως ήταν ίσως το καλύτερο που θα μπορούσε να μας είχε συμβεί στη μέχρι τότε ζωή μας.

Το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως θα έχουμε σε όλη μας τη ζωή είναι ο Εαυτός μας. Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να τον φροντίζουμε κατά πως του αξίζει!!!

style="text-align: right;">Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής