Ένας παλιός γνωστός μύθος λέει ότι όλα τα βιώματα και τα συναισθήματα του ανθρώπου μαζεύονταν συχνά σ’ ένα πυκνό, μαγικό δάσος για να παίξουν.

κεί το μίσος, η ελπίδα, η ζήλια, ο έρωτας και ο φόβος έτρεχαν πέρα-δώθε γελώντας χωρίς σταματημό, και ξοπίσω τους τρέχανε η μνησικακία, η τρέλα, η προδοσία, η χαρά και η περιέργεια.

Λέγεται ότι μια μέρα που έπαιζαν κρυφτό, η τρέλα έψαχνε τον έρωτα, που είχε κρυφτεί πίσω από μια φυλλωσιά. Η προδοσία πήγε κοντά της, της έδειξε μια μυτερή τρίαινα και της πρότεινε ν’ αρχίσει να την καρφώνει μέσα στη φυλλωσιά για να τον ξετρυπώσει.

τρέλα, χωρίς να υπολογίσει το κακό που μπορεί να προκαλούσε η πράξη της, την άκουσε κι άρχισε να καρφώνει την τρίαινα μέσα στα φύλλα.

πό τότε, λέει ο μύθος, ο έρωτας έμεινε τυφλός, και η τρέλα, γεμάτη ενοχές, αποφάσισε να γίνει οδηγός στα βήματά του.

Η καταπληκτική φίλη μου, συγγραφέας και αφηγήτρια παραμυθιών Βιβή Γκαρσία, λέει ότι μετά από τόσο καιρό που πήγαιναν δίπλα δίπλα ο έρωτας με την τρέλα, κατέληξαν να γίνουν ζευγάρι και να ζουν όμορφα.

ίγα πράγματα όμως κρατάνε για πάντα, κι έτσι έφτασε η στιγμή που ο έρωτας, κουρασμένος από το παραλήρημα, την ακαταστασία και την αβεβαιότητα, παράτησε την τρέλα που τον οδηγούσε κι αποφάσισε να παντρευτεί τη λογική.

Δεν ήταν λάθος η απόφαση του έρωτα, γιατί με οδηγό τη λογική εξανεμίστηκαν οι κίνδυνοι και οι ανασφάλειες. Τίποτα όμως δεν είναι τέλειο. Αφού πέρασε λίγος καιρός, ο έρωτας συνειδητοποίησε ότι χάρη στην ασφάλεια είχε μεν την ηρεμία του, πλην όμως έπληττε αφόρητα.

Η Βιβή λέει ότι, αφού το σκέφτηκε πολύ και συμβουλεύτηκε τη φίλη του, τη φαντασία, ο έρωτας πήρε μια απόφαση – ή μάλλον δύο: Θα έμενε παντρεμένος με τη λογική, αλλά πότε πότε θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξαναβλέπει την παλιά αγαπημένη σύντροφο, ν’ αφήνεται να τον παρασύρει και, για λίγο, να χάνεται μέσα στην τρέλα.

ετά, μπορούσε να επιστρέφει ανανεωμένος στην ασφαλή αγκαλιά της λογικής.