Νέα δεδομένα στην πολύκροτη υπόθεση της Marfin – ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία όπως αποκαλείται εδώ και δέκα χρόνια – δημιούργησε η χθεσινή απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά στην αστική δικαίωση των συγγενών των θυμάτων.

Με την απόφαση του πρωθυπουργού άνοιξε ουσιαστικά ο δρόμος, προκειμένου οι οικείοι των θυμάτων της Marfin να λάβουν τις αποζημιώσεις που διεκδικούν από την ελληνική πολιτεία για τα όσα υπέστησαν μετά την φρικτή απώλεια των δικών τους ανθρώπων. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι συγγενείς των θυμάτων πρόκειται να αποζημιωθούν με συνολικό ποσό που φτάνει τα 2,24 ευρώ χωρίς, χωρίς να χρειάζεται πλέον, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού, να συνεχίσουν την αντιδικία τους με το Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Ήταν 5 Μαΐου του 2010, όταν στο κέντρο της Αθήνας πραγματοποιούνταν ογκώδες συλλαλητήριο κατά του πρώτου Μνημονίου. Κατά τη διαδήλωση, διαδραματίστηκαν σοβαρά επεισόδια με πλέον σημαντικά τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου -όπου βρήκαν τραγικό θάνατο οι τρεις υπάλληλοι ανάμεσα τους και η έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου- αλλά και την επίθεση που δέχθηκε το βιβλιοπωλείο «Ιανός», χωρίς εκεί, ευτυχώς να υπάρξουν θύματα.

Η υπόθεση του εμπρησμού της Marfin αποτελούσε για μεγάλο διάστημα άλυτο γρίφο για τις αρχές. Ωστόσο, το 2016 οδηγήθηκαν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου δυο άτομα, κατόπιν βουλεύματος που είχαν εκδώσει οι αρμόδιες δικαστικές αρχές. Λίγο πριν το τέλος της ίδιας χρονιάς το δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία του, με την οποία έκρινε αθώους από κάθε κατηγορία τους δυο, τότε, κατηγορούμενους σε βάρος οποίων είχαν απαγγελθεί, κατά περίσταση, κατηγορίες για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και κατά συρροή, απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη, κ.ά. Η αθωωτική μάλιστα απόφαση του δικαστηρίου ήταν ομόφωνη.

Κατά τη διάρκεια των απολογιών τους στο δικαστήριο, οι δυο, τότε, κατηγορούμενοι είχαν αρνηθεί κάθε συμμετοχή τους στην επίθεση. Μάλιστα κανείς από τους μάρτυρες που είχαν κληθεί να καταθέσουν στη δίκη δεν είχαν αναγνωρίσει στα πρόσωπά τους, κάποιον από τους δράστες της επίθεσης. Συνολικά στο δικαστήριο είχαν καταθέσει περί τους 80 μάρτυρες, ανάμεσά τους και εργαζόμενοι της τράπεζας, οι οποίοι είχαν προβεί σε συγκλονιστικές περιγραφές για τον «εφιάλτη» που είχαν ζήσει εγκλωβισμένοι μέσα στο κτήριο. Ενδεικτικά είναι τα όσα είχε καταθέσει στη δίκη υπάλληλος της τράπεζας, που είχε παγιδευτεί τις ώρες εκείνες μέσα στο κτήριο: «Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, του δευτέρου ορόφου ήταν δυο συνάδελφοι, και μου είπαν: «αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο». Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε δύο-τρεις φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος … Μας κοιτούσε και μας έκανε άσεμνη χειρονομία. …».

Ο δικαστικός Γολγοθάς των συγγενών

Πλέον, όμως, της ποινικής δίκης οι συγγενείς των θυμάτων είχαν να αντιμετωπίσουν και μια σφοδρή αντιδικία στα αστικά δικαστήρια, με αφορμή τις αποζημιώσεις που διεκδικούσαν για ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη. Ένα από τα τελευταία, ίσως, επεισόδια της αντιδικίας αυτής, επρόκειτο να γραφτεί, όπως έκανε γνωστό ο δημοσιογράφος Ν. Μπογιόπουλος στον ραδιοφωνικό σταθμό Realfm την 1η Ιουνίου ενώπιον του ΣτΕ.

Την συγκεκριμένη ημερομηνία είχε οριστεί η δικάσιμος της αίτησης αναίρεσης που είχε καταθέσει το Ελληνικό Δημόσιο κατά τεσσάρων αποφάσεων της Διοικητικής Δικαιοσύνης με την οποία είχαν επιδικασθεί αποζημιώσεις σε συγγενείς θυμάτων αλλά και σε εργαζόμενους στην τράπεζα. Πρόκειται για τακτική που το Ελληνικό Δημόσιο ακολουθεί σε όλες σχεδόν τις αστικές δίκες με αντίστοιχες οικονομικές αξιώσεις, εκπροσωπούμενο από τους νομικούς του παραστάτες.

Πλέον, μετά τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού, οι νομικοί εκπρόσωποι του Δημοσίου θα πρέπει να παραιτηθούν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ και η δίκη να καταργηθεί.