ο «κυνήγι» για ένα εμβόλιο κατά του Covid-19, που έχει σκοτώσει περισσότερους από 680.000 ανθρώπους παγκοσμίως, έχει αρχίσει. Αν και όλοι δημοσίως υποστηρίζουν ότι πρέπει να είναι ένα αγαθό προσβάσιμο στους πάντες, στην πράξη όλοι περιμένουν τις απαντήσεις σε δύο ερωτήματα: Ποια φαρμακευτική θα τερματίσει πρώτη και με ποια κυβέρνηση θα έχει κλείσει την πιο ευνοϊκή συμφωνία;

Αυτή τη στιγμή στην κούρσα των φαρμακευτικών προηγούνται η AstraZeneca και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που έχουν ενώσει δυνάμεις για την παραγωγή ενός εμβολίου με θετικές έως τώρα δοκιμές. Πολύ κοντά ακολουθούν το mRNA της αμερικανικής Moderna, ένα κινεζικό εμβόλιο από το στρατό και την εταιρεία βιοτεχνολογίας CanSigo Biologic, το εμβόλιο της γερμανικής BioNTech και της αμερικανικής Pfizer και εκείνο της γαλλικής Sanofi με τη βρετανική GSK.

Αν και ένα εξ αυτών θα μπορούσε να εξασφαλίσει έγκριση ακόμη και μέσα στο έτος, μένει να φανεί εάν αυτό θα προσφέρει προσωρινή ή μακροπρόθεσμη ανοσία, αλλά και πόσες δόσεις θα χρειάζονται για κάθε άτομο. Η αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει κινηθεί με πιο γρήγορα βήματα στην εξαφάλιση δόσεων από διάφορες εταιρείες, αλλά η Ε.Ε. τελευταία επιταχύνει επίσης το βηματισμό της.

Ωστόσο σε κάθε περίπτωση ένα εμβόλιο που θα βγει στην αγορά με πολύ πιο γρήγορες διαδικασίες από ό,τι συνηθίζεται εγείρει σημαντικές προκλήσεις και ερωτήματα για την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητά και την επάρκειά του. Δόσεις για 8 δισ. ανθρώπους σίγουρα δεν θα έχουμε σύντομα. Κάποιος λοιπόν θα πρέπει να απαντήσει ποιος πρέπει να το εμβόλιο πρώτο και γιατί.

Στις ΗΠΑ επιτροπές ειδικών έχουν ήδη αρχίζει να συζητούν το περίπλοκο αυτό ερώτημα. Μεταξύ άλλων θα πρέπει να απαντήσουν εάν οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να είναι ψηλότερα ή χαμηλότερα στη λίστα ή εάν οι μαύροι και ισπανόφωνοι που έχουν πληγεί σε δυνασάλογα μεγάλο βαθμό από τον ιό θα πρέπει να έχουν επίσης προτεραιότητα, πριν χορηγηθεί στον γενικό πληθυσμό. Ανάλογες διαδικασίες αναμένονται στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Ωστόσο υπάρχει και το παγκόσμιο ζήτημα, δηλαδή το πώς θα διασφαλιστεί ένα όσο το δυνατόν δικαιότερο σύστημα διανομής των διαθέσιμων δόσεων του εμβολίου μεταξύ των χωρών. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αποφάσεις σε διεθνείς οργανισμούς. Προς το παρόν δεν διαφαίνεται βούληση για κάτι τέτοιο.