Από μικρός σιχαινόταν τις πλαστικές παντόφλες ο Δημήτρης.

Δεν ήξερε γιατί.

Μπορεί να είχε φρακάρει στη μνήμη του εκείνη η βαριά μυρωδιά, της πλαστικούρας όπως την έλεγε, από τότε που είχε πάει με τον πατέρα του στο χωριό και τον πήγε να διαλέξει σαγιονάρες. Σ’ ένα μαγαζί κακοφωτισμένο που πουλούσε παντόφλες και αυτά τα απερίγραπτης αισθητικής παπουτσάκια για τους αχινούς.

Δεν μπορούσε να αναπνεύσει εκεί μέσα ο Δημήτρης. Δεκάδες παντόφλες, σαγιονάρες, παπουτσάκια, σωσίβια, βατραχοπέδιλα κρεμασμένα από το ταβάνι, σαν τσαμπιά, σαν σφαχτά στο τσιγκέλι.

Μικρό παιδί ήταν τότε. Αηδίασε. Μπούκωσε. Του ήρθε να ξεράσει και να φύγει τρέχοντας και ξυπόλυτος προς τη θάλασσα.

Έτσι ήταν ο Δημήτρης. Αηδίαζε εύκολα. Έκανε τους συνειρμούς του, οσφαινόταν το χώρο, παρατηρούσε προσεκτικά πίσω από τα γυαλάκια του, σούφρωνε τη μύτη, έβγαζε τη γλώσσα περιπαιχτικά ή εμετικά, ταμπουρωνόταν και ετοιμαζόταν για τη μάχη ή για την παραίτηση.

Μικρό παιδάκι ήταν. ‘Εχουν τις προτιμήσεις τους τα μικρά παιδιά. ‘Εχουν και τις παραξενιές τους.

Είχε και ο Δημήτρης τις δικές του.

Μια απέχθεια για τις πλαστικές παντόφλες, που δεν κατάφερε ποτέ να την ξεπεράσει. Μια απέχθεια που έκανε τη μάνα του να φωνάζει κάθε φορά που κατέβαινε με τα παπούτσια στην παραλία και τσαλαβουτούσε στα νερά.

Δεν είχε πρόβλημα με άλλα πλαστικά παπούτσια ο Δημήτρης. Φορούσε μπλε βατραχοπέδιλα όταν κολυμπούσε και το απολάμβανε. Μια φορά μάλιστα διάλεξε ένα ζευγάρι μαύρα, σαν αυτά που φορούν οι δύτες, και ήταν τόσο χαρούμενος που περιφερόταν σαν την πάπια στην άμμο για να τα καμαρώνει στα πόδια του.

Αλλη φάση όμως τα βατραχοπέδιλα. Είχαν μια σκοπιμότητα, είχαν μια λογική.

Γι’ αυτό και οι πλαστικές παντόφλες του την έδιναν. Και πιο πολύ απ’ όλες αυτές οι καφέ, από σκληρό πλαστικό, με το Χ πάνω από το κουντεπιέ.

Κάθε φορά που τις έβλεπε, σε όποιο πόδι, αηδίαζε και πιο πολύ. Έβλεπε μέσα σ’ αυτές βρώμικα δάχτυλα, μαυρισμένα νύχια, σκασμένες φτέρνες, λάσπες.

Είχε μεγάλη παραξενιά τελικά ο Δημήτρης, που ούτε με τις γαλότσες είχε πρόβλημα. Τις λάτρευε τις γαλότσες είναι η αλήθεια. Και πιο πολύ απ’ όλες αγαπούσε εκείνες τις κίτρινες με τη λαδοπράσινη μπάσκα και το κορδόνι, για να μην περνάει καθόλου το νερό, που του αγόρασε ο πατέρας του όταν ήταν δέκα χρονών.

Και τι δεν θά’δινε για να τις ξαναφορέσει εκείνες τις γαλότσες. Και τι δεν θά’δινε για να μπορέσει να ξανασταθεί στο μπαλκόνι και να ξανακοιτάξει τον ουρανό προσδοκώντας μια καλοκαιρινή μπόρα, μια φθινοπωρινή βροχή, ένα θυμωμένο σύννεφο που θα κάνει τους δρόμους να λασπώσουν και τη στάθμη στο ποτάμι ν’ ανέβει.

Και τι δεν θά’δινε για να ξαναφορέσει τις κίτρινες γαλότσες, ν’ ανοίξει κρυφά, αθόρυβα το παντζούρι που έβλεπε στο δρόμο και να πηδήξει στις λάσπες, αφήνοντας τη μάνα του να αλαλάζει και να τον απειλεί με σαράντα τρεις ξυλιές με τη βέργα.

‘Ετρωγε πολλές ξυλιές ο Δημήτρης. Τις μετρούσε συνήθως. Τις μετρούσε και υπολόγιζε πόσες αντιστοιχούσαν σε κάθε του «παράπτωμα». Τίποτα όμως δεν μπορούσε να αναστείλει τη «δραστηριότητά» του. Μια καραβιά ξυλιές δεν ήταν ικανές να τον εμποδίσουν να πηδήξει από το παράθυρο, να τσαλαβουτήσει στα λασπόνερα του δρόμου και να τρέξει στο ποτάμι.

Το αγαπούσε πολύ αυτό το ποτάμι ο Δημήτρης. Ίσως επειδή δεν είχε όχθες. Ίσως επειδή το καλοκαίρι στέρευε και γέμιζε ξερόχορτα και σκουπίδια. Ίσως επειδή όταν έβρεχε απότομα και δυνατά έκανε έναν απόκοσμο, τρομακτικό θόρυβο και έφερνε διάφορα πράγματα από μακριά, ξύλα, παλιοπάπουτσα, πλαστικά μπουκάλια... ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς και ό,τι όχι.

Μια φορά, θυμάται, έφερε και ζώα το ποτάμι. Πνιγμένα ζώα. Είχε μείνει ακίνητος, σαν άγαλμα, τότε ο Δημήτρης. Μαρμάρωσε στην κορφή της απόκρυμνης όχθης, τα κοιτούσε και υπέθετε. Υπέθετε την αγωνία του σκύλου καθώς τον παρέσυρε το νερό. Υπέθετε σε πιο χωριό βοσκούσε πριν από λίγο το φουσκωμένο κουφάρι της κατσίκας που χτυπούσε με δύναμη στις πέτρες.

Όλο υπέθετε ο Δημήτρης. Όλο υπέθετε και φανταζόταν τη συνέχεια. Το πώς θα φτάσουν όλα αυτά τα ζώα στη θάλασσα, τον τρόπο που θα τα καταπιεί το κύμα, το αν θα γίνουν τροφή για ψάρια ή θα καταλήξουν θαμμένα στο βυθό υπέθετε.

‘Ετσι όπως υπέθετε πως δεν θα ανακαλέσει ποτέ και την απέχθειά του για τις πλαστικές παντόφλες.

Χάθηκε εκείνη τη μέρα της δυνατής βροχής ο Δημήτρης. Χάθηκε στις υποθέσεις του. Χάθηκε επειδή έψαχνε να βρει την έξοδο του ποταμιού προς τη θάλασσα.

Τον έψαχνε όλη η γειτονιά. Τον έψαχναν οι φίλοι του. Τον έψαχνε ο μπακάλης από το διπλανό στενό. Τον έψαχναν και οι συμμαθητές του. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν κατάλαβε πως δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Δημήτρης.

Είχε χαθεί στις υποθέσεις του, είχε χαθεί σε οικόπεδα γεμάτα ξερόχορτα. Είχε χαθεί και δεν είχε βρει ακόμα την εκβολή του ποταμιού.

Υπέθεσε πάλι. Υπέθεσε πως δεν είχε προλάβει τα κουφάρια που έφερνε στην κατεβασιά του. Ποιος να ‘ξερε τώρα πού έχουν καταλήξει.

Είχε νυχτώσει για τα καλά και πάλι υπέθετε προς τα πού να’ναι ο δρόμος της επιστροφής. Υπέθετε πώς έβγαζε φτερά στην πλάτη και έμπαινε αθόρυβα από το ανοιχτό παντζούρι, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του.

Υπέθετε πως δεν την άκουσε να στριγγλίζει πως θα τον σκοτώσει αν τον βρει. Υπέθετε πως δεν έβλεπε τον φίλο του πατέρα του να τον πιάνει από το αυτί και να τον παραδίδει σώο και αβλαβή στα χέρια της μάνας του, που για να κρύψει την αγωνία και τη λαχτάρα της του έσκασε μια γερή σφαλιάρα στο δεξί μάγουλο και τον έσυρε από το μανίκι μέχρι την αυλόπορτα.

Το μόνο που δεν υπέθεσε, αλλά ήταν σίγουρος πως άκουσε, ήταν το γείτονα να λέει στη μάνα του: «Είναι καλό παιδί, παρ’τον με το καλό».

Κοιμήθηκε στο υπόγειο εκείνο το βράδυ ο Δημήτρης. Δεν το επέλεξε. Η μάνα του, αφού του έριξε καμιά εκατοστή ξυλιές με τη βέργα, τον έσπρωξε με δύναμη στα σκαλιά, τον έσυρε στα σκοτεινά και κλείδωσε την πόρτα.

Δεν φοβόταν ο Δημήτρης. Ούτε τη σιωπή φοβόταν, ούτε το σκοτάδι.

Υπέθετε φως και το είχε. Υπέθετε ότι δεν είχε υγρασία και δεν κρύωνε. Μια χαρά ήταν ο Δημήτρης όταν υπέθετε. Μια χαρά ήταν και όταν ξαναθυμήθηκε τον γείτονα που τον πέτυχε να περιπλανιέται και τον έσυρε από το αυτί στη μάνα του.

Να υποθέσει δεν μπορούσε μόνο ότι δεν πρόσεξε πως αυτός ο γείτονας, ο πατέρας του Σπύρου του κολλητού του φίλου, φορούσε και αυτός ένα ζευγάρι λασπωμένες καφέ πλαστικές παντόφλες.

Και από εκείνη τη μέρα ο Δημήτρης τις σιχάθηκε ακόμα πιο πολύ. Και τις πλαστικές παντόφλες και τον πατέρα του Σπύρου..

Και έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες. Και ο Δημήτρης μεγάλωνε. Με τις ξυλιές από τη μάνα του, με τις υποθέσεις του, με τις απέχθειές του.

Κι όπως τα καλά και τα κακά στις ζωές των ανθρώπων ξεθυμαίνουν και ξεχνιούνται, ξεθύμανε με τον καιρό και η απέχθεια του Δημήτρη για τον πατέρα του Σπύρου.

Ξεθύμανε τόσο που τον ξέχασε. Ξέχασε το πρόσωπό του, ξέχασε τη φωνή του, ξέχασε την απελπισία που ένιωσε όταν τον έσυρε από το αυτί στη μάνα του...

Το μόνο που δεν ξέχασε ποτέ ο Δημήτρης ήταν αυτές οι σιχαμερές λασπωμένες πλαστικές παντόφλες. Ούτε ξεθύμανε ποτέ η μυρωδιά της «πλαστικούρας» στο μαγαζί που είχε πάει με τον πατέρα του όταν ήταν παιδί.

Και περνούσαν τα χρόνια και οι καιροί, οι όμορφοι, οι δύσκολοι, οι αδιάφοροι, και ο Δημήτρης δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ξεπεράσει αυτή του την απέχθεια.

Δεν ήταν άλλωστε κάτι σπουδαίο. Ούτε ήταν κάτι που επηρέαζε αυτόν και το περιβάλλον του.

Κάνα δυο φορές, προσπάθησε να φορέσει και αυτός πλαστικές παντόφλες, αλλά δεν του ταίριαξε. Δοκίμασε τις πιο μοντέρνες, δοκίμασε πιο μαλακές, δοκίμασε διάφορα σχέδια, χρώματα, φίρμες, δοκίμασε από αυτές που έχουν μια φάσα μόνο μπροστά, σαν τσόκαρα, με σηματάκι κεντημένο... τίποτα.

Δοκίμασε και το τελευταίο ζευγάρι ο Δημήτρης, πριν παραιτηθεί εντελώς. Μπλε, μαλακές, με γκρι φάσα και πορτοκαλί κέντημα στο πλάι.

Έμεινε όμως και αυτό στο ντουλάπι με τα αζήτητα. «’Ασ’το εδώ», είπε ο Δημήτρης. «Ποιος ξέρει; Μπορεί να χρειαστεί κάποια φορά”.

Και περνούσαν οι μέρες και οι καιροί και για το Δημήτρη και για τις παντόφλες στα αζήτητα.

Και ήρθαν οι μέρες και οι καιροί που όλα ζητιούνται και όλα χρειάζονται.

Κι άνοιξε τότε το ντουλάπι με τα αζήτητα ο Δημήτρης, άγγιξε με τη γνώριμη πια απέχθειά του τις πλαστικές παντόφλες, τις ξεσκόνισε και τις πρόσφερε.

Και σαν από θαύμα, σαν μια άλλη υπόθεση που δεν είχε ποτέ υποθέσει, οι πλαστικές παντόφλες δεν τον ενοχλούσαν πια.

Ήταν και κάποιες φορές που έβρισκε ευχάριστο αυτό το «φλαπ φλαπ» που έκαναν στο μάρμαρο σαν περπατούσαν. Ήταν και άλλες φορές που σαν μελωδία του φαινόταν όταν τις άκουγε να σέρνονται ανεπαίσθητα στο χαλί.

Δεν τον ενοχλούσε πια η πλαστικούρα το Δημήτρη. Δεν τον ενοχλούσε και όταν τις έβλεπε ξαπλωμένες καμαρωτές και μεγαλοπρεπέστατες δίπλα από το κρεβάτι.

Και όταν προσπαθούσε να υποθέσει, δεν ήξερε τι.

Υπέθετε λοιπόν πως η παλιά ανόητη απέχθειά του για τις πλαστικές παντόφλες, για κάποιον ανεξήγητο λόγο απλώς εξέλειψε.

Και έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες με την παλιά απέχθεια να μεταλλάσσεται σ’ ευχάριστη συνήθεια.

Με μουσικά φλαπ φλαπ και ευχάριστα συρσίματα στο χαλί.

Και χωρίς να το καταλάβει ο Δημήτρης γύρισε εκείνο το βράδυ και τις κοίταξε να στέκονται γεμάτες προσμονή πίσω απ’ την εξώπορτα.

Ακίνητες, φαρδιές πλατιές, τεμπέλικες πλαστικές παντόφλες.

Ανίκανες να ξεκινήσουν το γνωστό φλαπ φλαπ, ανάξιες να συρθούν πάνω στο χαλί.

Ακάρτες πλαστικές παντόφλες, που δεν μπορούσαν ούτε δίπλα απ’ το κρεβάτι να σταθούν.

Θύμωσε πολύ τότε ο Δημήτρης.

Από μικρός τη σιχαινόταν αυτή την πλαστικούρα.

Θύμωσε με τον εαυτό του. Θύμωσε και με τις απαίσιες πλαστικές παντόφλες από τα αζήτητα.

Θύμωσε τόσο πολύ που με μια κλωτσιά εκσφενδόνισε τη δεξιά στο μπαλκόνι. Φλαααπ, έκανε εκείνη καθώς έσκαγε στο κάγκελο.

Έπιασε ύστερα την αριστερή, όπως θα έπιανε ψόφιο ποντικό από την ουρά, και την πέταξε στα σκουπίδια.

Ύστερα έκλεισε το φως και βυθίστηκε στη σιωπή του ο Δημήτρης.

Δεν φοβόταν. Μπορούσε να υποθέτει φως και να έχει φως στο δικό του το υπόγειο ο Δημήτρης.

Μπορούσε να κλάψει και να υποθέσει πως δεν κρύωνε.

Μπορούσε να έχει το δικό του μουσικό φλαπ φλαπ χωρίς πλαστικές παντόφλες ο Δημήτρης.