Η φράση προέρχεται από τη ρωμαϊκή εποχή και συγκεκριμένα σε συνήθειες που προήλθαν από την επαφή των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο.

Η διαδραστική επικοινωνία διαφορετικών πολιτισμών είχε σαν αποτέλεσμα και την εισαγωγή πληθώρας δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ’ ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ’ έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ’ όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».

Στις μέρες μας χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια και τη λέμε όταν κάποιος κάνει πολύ μεγάλη φασαρία για κάτι που δεν έχει ιδιαίτερο νόημα και είναι απολύτως ασήμαντο.