Και ξαφνικά, ο κατ’ οίκον περιορισμός εξαφάνισε τα οχήματα από τους δρόμους. Οι άσκοπες μετακινήσεις απαγορεύτηκαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι έμειναν σπίτι, με μοναδική έξοδο τη μετακίνηση για τα απαραίτητα ή μια βόλτα για σωματική άσκηση. Και έτσι απέμεινε για όλους μόνο η γειτονιά τους. Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους και ξαναγνώρισαν το «τοπικό», ξαναένιωσαν το «οικείο», με τις καλύτερες συνθήκες που αυτό θα μπορούσε να προσφέρει. Περπάτησαν, έτρεξαν ή έκαναν ποδήλατο στους δρόμους, έβγαλαν περίπατο τα παιδιά και ξαναέζησαν την περιοχή τους, έστω και για λίγο, έστω και υπό τον φόβο του διπλανού τους.

Eτσι, με αυτόν τον παράξενο τρόπο, η περίοδος του κορωνοϊού ξαναέφερε στο προσκήνιο την πόλη και τις ανισότητές της. Μας θύμισε τις μεγάλες ελλείψεις σε πράσινο και κοινόχρηστους χώρους: τα λιγοστά μεγάλα μητροπολιτικά πάρκα –που «ξεγελούν» τους χαμηλούς δείκτες πρασίνου– έκλεισαν, ενώ τα επίσης λιγοστά χορταριασμένα οικόπεδα του Δημοσίου ή ιδιωτών που έχουν απομείνει ελεύθερα δείχνουν αναξιοποίητα, αν όχι απροσπέλαστα. Μήπως, λοιπόν, η συζήτηση για την «επόμενη ημέρα» θα έπρεπε να συμπεριλάβει και τη βελτίωση των όρων ζωής στις πόλεις μας;

«Τις ημέρες αυτές ο κόσμος ανακάλυψε και πάλι το περπάτημα. Υπό κανονικές συνθήκες, οι πόλεις μας δεν είναι φιλικές προς τον πεζό. Δεν είναι μόνο ότι οι πόλεις μας είναι πυκνοδομημένες – όλες οι μεσογειακές πόλεις είναι, και υπό κανονικές συνθήκες αυτό έχει και πολλά πλεονεκτήματα. Ομως, η ποιότητα του δημόσιου χώρου είναι ανύπαρκτη. Δώσαμε τα πάντα στο Ι.Χ., θυσιάσαμε ρέματα και κάθε ελεύθερο χώρο. Και τώρα βρισκόμαστε να περπατάμε στα πεζοδρόμια του μισού μέτρου και στο οδόστρωμα», λέει ο Γιάννης Πολύζος, ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. «Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτή η περίοδος ανέδειξε την ανάγκη να διευρυνθούν οι χώροι πρασίνου όλων των κατηγοριών: μικροί, μεσαίοι και μεγάλοι. Οχι μεμονωμένα, αλλά με δικτυώσεις, με πεζοδρομήσεις και πυκνές δενδροφυτεύσεις, ώστε να δημιουργηθούν πράσινοι διάδρομοι για να περπατούν ελεύθερα οι άνθρωποι και να διευκολύνεται η κίνηση του αέρα».

Το Πράσινο Ταμείο

Παράλληλα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να κλείσει επιτέλους η εκκρεμότητα των λιγοστών ελεύθερων χώρων που παραμένουν αναξιοποίητοι. «Πρέπει να σωθούν άμεσα όσοι μικροί χώροι κινδυνεύουν», λέει ο κ. Πολύζος. «Το Πράσινο Ταμείο για αυτόν τον λόγο δημιουργήθηκε. Πρέπει η υπόθεση αυτή να κλείσει. Μια λύση για να “ξεκολλήσουν” οι απαλλοτριώσεις θα ήταν για μια ορισμένη περίοδο να εξαιρεθούν οι παρόδιοι ιδιοκτήτες από την υποχρέωση συμμετοχής στο κόστος της απαλλοτρίωσης και έτσι το Πράσινο Ταμείο να καλύπτει το 100%, ξεκινώντας από τις πυκνοδομημένες περιοχές και από τους χώρους που κινδυνεύουν να χαθούν. Παράλληλα, το Δημόσιο πρέπει να παραχωρήσει στους δήμους και στις περιφέρειες όσες εκτάσεις δεν έχουν προοπτική εμπορικής εκμετάλλευσης και κινδυνεύουν να τους οικειοποιηθούν οι κάθε λογής επιτήδειοι».

Την τελευταία δεκαετία, η περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς πραγματοποιεί ανά διαστήματα καταγραφές και έρευνες για το πράσινο στις μεγάλες πόλεις. Σε μια από αυτές, πριν από μία διετία καταγράφηκαν και βαθμολογήθηκαν από τους πολίτες μέσω μιας εφαρμογής (Greenspaces) 1.710 χώροι σε 126 πόλεις – οι 152 χώροι στα όρια του Δήμου Αθηναίων. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας, που ενισχύουν το επιχείρημα υπέρ της σημασίας των μικρών χώρων, ήταν ότι με εξαίρεση 2-3 γνωστές περιπτώσεις, την καλύτερη αξιολόγηση έλαβαν πάρκα που κανείς δεν ήξερε... πού βρίσκονταν. «Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ένας χώρος στην οδό Θήρας, δίπλα στην πλατεία Αμερικής: πρόκειται για ένα πολύ μικρό πάρκο, χωμένο ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες, που προφανώς λειτουργεί ευεργετικά σε μια πυκνοδομημένη περιοχή», εξηγεί ο Αχιλλέας Πληθάρας, υπεύθυνος προγραμμάτων ευαισθητοποίησης του WWF. «Το πρόβλημα με την περίπτωση της Αθήνας και άλλων πόλεων είναι ότι μιλάμε πάρα πολύ, αλλά ενεργούμε πολύ λίγο. Ας δούμε το παράδειγμα του Δήμου Αθηναίων: Η πρόσφατη στρατηγική ανθεκτικότητας θεωρεί κομβικό ζήτημα το πώς θα αυξηθεί το πράσινο και πώς θα διαχειριστούμε καλύτερα τους υπάρχοντες χώρους. Δεν προχώρησε τίποτα. Τα ίδια ανέφερε παλαιότερα το σχέδιο ολοκληρωμένης αστικής παρέμβασης (ΣΟΑΠ) της Αθήνας, τα ίδια και με το ρυθμιστικό πλαίσιο της Αθήνας, που πρότεινε συγκεκριμένες κινήσεις. Κατανοώ ότι περάσαμε μια δεκαετή κρίση που περιόρισε τις δυνατότητές μας, από την άλλη πλευρά όμως δεν γίνονται ούτε τα απολύτως απαραίτητα. Δεν είναι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που δεν προχώρησε, λ.χ., η δημιουργία “πάρκων τσέπης” (σ.σ.: όρος που χρησιμοποιείται από τους πολεοδόμους για μικρούς χώρους πρασίνου) στην Κυψέλη, στα Κάτω Πατήσια, στα Σεπόλια, στη Ριζούπολη, στον Αγιο Λουκά, που διψάνε για πράσινο».

«Να παρέμβει η πολιτεία»

«Χρειάζεται να παρέμβει η πολιτεία, όχι μόνο στη δημόσια, αλλά και στην ιδιωτική περιουσία», εκτιμά ο Αριστείδης Ρωμανός, πολεοδόμος. «Μέχρι τώρα οι αναπλάσεις ήταν ήπιες, δειλές: έπαιρναν έναν δρόμο, τον πεζοδρομούσαν, έβαζαν και μερικά δέντρα και παγκάκια. Χρειάζονται, όμως, πιο τολμηρές παρεμβάσεις». Πρόσφατα το σωματείο ΚΑΠΠΑ (Πρωτοβουλία για την Κρατική Ακίνητη Περιουσία, την Προστασία και Αξιοποίησή της) πραγματοποίησε υπό τον συντονισμό του κ. Ρωμανού μια μελέτη για λογαριασμό της ΔιαΝΕΟσις, προτείνοντας μια άλλη μέθοδο: τη δημιουργία γραμμικών πάρκων. «Εκτός από τα μητροπολιτικά πάρκα, απαιτούνται πάρκα γειτονιάς ως κέντρα πρασίνου και κοινωνικών - πολιτιστικών εξυπηρετήσεων σε επίπεδο δήμου. Πρόκειται για μια επιλογή με περιορισμένο κόστος και μεγάλο όφελος. Επιπλέον, όπως συνειδητοποιήσαμε αυτή την περίοδο, η μορφή του ελεύθερου χώρου έχει μεγάλη επίδραση στην ψυχολογία μας. Η κλίμακα της γειτονιάς, λοιπόν, είναι ιδανική. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να καταλάβουμε ότι η παροχή χώρων πρασίνου είναι και ζήτημα δικαιοσύνης στην πόλη. Η προσοχή μας πρέπει να δοθεί στις υποβαθμισμένες περιοχές, όχι εκεί όπου μας είναι πιο εύκολο επειδή το Δημόσιο έχει μια έκταση. Η δίκαιη παροχή πολεοδομικών αγαθών οδηγεί σε μια κοινωνικά αρμονική πόλη».

Τα στοιχεία μελέτης

Τελικά πόσο πράσινο έχει το λεκανοπέδιο; Σχετική μελέτη παρουσιάστηκε το 2017 στο 2ο Συνέδριο Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστημάτων και ήταν αποτέλεσμα της ερευνητικής δουλειάς ομάδας επιστημόνων από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και το τμήμα Δασοπονίας του ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας. Οι επιστήμονες προσδιόρισαν τα υπάρχοντα πάρκα (δεν ασχολήθηκαν δηλαδή με άλλες «χωροθετήσεις» του πρασίνου) και υπολόγισαν ότι κατά μέσον όρο στους 46 δήμους του λεκανοπεδίου αντιστοιχούν 4,88 τετραγωνικά πρασίνου ανά κάτοικο (ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί ότι η αναλογία αυτή δεν θα πρέπει να είναι κάτω από 9 τ.μ./κάτοικο). Στη χειρότερη κατάσταση βρίσκονται η Καλλιθέα, ο Πειραιάς και η Νέα Ιωνία, όπου αντιστοιχούν μόλις 0,1-0,3 τ.μ./κάτοικο. Ακολουθούν Περιστέρι, Αγιοι Ανάργυροι, Νέα Σμύρνη, Κερατσίνι-Δραπετσώνα και Ηλιούπολη. Οι πιο «προικισμένοι» δήμοι είναι η Καισαριανή με 131,9 τ.μ./κάτοικο (προφανώς λόγω Υμηττού), η Πεντέλη, η Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη, το Γαλάτσι (προφανώς λόγω Τουρκοβουνίων), η Φιλοθέη, το Ψυχικό.