Το 1878 η Σοφία Αφεντάκη, πέθανε σε ηλικία μόλις 18 ετών από φυματίωση. Ο πατέρας της Γεώργιος Αφεντάκης κάλεσε τον γνωστό γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά να φτιάξει ένα άγαλμα που θα σκέπαζε το μνήμα της στο Α’ Νεκροταφείο. Έτσι δημιουργήθηκε η περίφημη Κοιμωμένη του Χαλεπά, ένα άγαλμα που στάθηκε αφορμή να περάσει στην αιωνιότητα η μνήμη της Σοφίας Αφεντάκη, που έμεινε πλέον γνωστή ως η Κοιμωμένη του Χαλεπά.

α έχετε συνειδητοποιήσει τον τελευταίο καιρο πως τα άρθρα από την ιστοσελίδα της Μηχανής του Χρόνου γνωρίζουν τελευταία μεγάλη διάδοση με τη συνεπικουρία του ειδησεογραφικού πορτάλ News247.gr που την προβάλλει πλέον σταθερά στην κεντρική του σελίδα. Κάπου όμως αυτή η υπερπροσφορά “των ψιλών γραμμάτων της ιστορίας” έχει απωλέσει την αξιοπιστία της καθώς πολλά από αυτά τα άρθρα είναι γραμμένα είτε στο γόνατο είτε έχουν μια πολύ προβληματική τεκμηρίωση, κυρίως όταν αφορούν ανεκδοτολογικού ενδιαφέροντος γεγονότα που δεν καλύπτονται επαρκώς από την ανάλογη παράθεση αξιόπιστων πηγών.

Ένα τέτοιο παράδειγμα παρουσιάστηκε πριν λίγες μέρες με την αναδημοσίευση ενός άρθρου για έναν υποτιθέμενο έρωτα που έζησε η Σοφία Αφεντάκη, η περίφημη Κοιμωμένη του Χαλεπά, με τον ιταλό τενόρο Τζιοβάνι Ματέο Μάριο με το βαρύ κόστος των ζωών τους, η πρώτη από τον ερωτικό μαρασμό (σε αντίθεση με την επίσημη αιτία θανάτου από φυματίωση) και ο δεύτερος αυτοκτόνησε με το πιστόλι στην καρδιά εξαιτίας της άρνησης του πατέρας της Σοφίας να επιδοκιμάσει τον έρωτά τους. Η ιστορία όπως την παραθέτει ο Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης, αρχικά, από την εφημερίδα Real News κι ανατυπώθηκε από τη Μηχανή του Χρόνου και το News247.gr, έχει όλα αυτά τα στοιχεία ενός πομπώδους βαγκνερικού δράματος που μας βάζει σε σκέψεις.

Πηγή αυτής της ιστορίας είναι μια σειρά άρθρων του Σπύρου Σ. Δενδρινού, η Κοιμωμένη – Το τρυφερό ρομάντζο της Σοφίας Αφεντάκη, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος στις αρχές της δεκαετίας του ’50 σε συνέχειες σαν “λαϊκό ανάγνωσμα” και μόλις πρόσφατα επανεκτυπώθηκαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Φιλιππότη με εισαγωγή της Μάρως Βαμβουνάκη. Όπως περιγράφεται στην παρουσίαση από την Ελευθεροτυπία,

“Ασχολείται με τη σύντομη αλλά αστραφτερή ζωή της Κοιμωμένης πριν κοιμηθεί. Με το περιβάλλον και το θανάσιμο ειδύλλιό της με Ιταλό τενόρο που συνάντησε μοιραία στην Οπερα της Νάπολης, πριν καλέσουν τον αλλόκοτο Τήνιο γλύπτη να τη μελετήσει στο φέρετρο και να γνωρίσει το ωραίο της πρόσωπο σε νεκρικό πια προσωπείο. […] Το έργο γράφτηκε σε χρόνια δύσκολα για τις αστικές ελληνικές κοινωνίες, που μελετούσαν ρομάντζα και άκουγαν λυγμικά τανγκό στο ραδιόφωνο, αναζητώντας σύντομα παραμύθια στη δύσκολη πεζή βιοτή”.

Επειδή δεν χρειάζεται να παραθέσουμε ολόκληρο το άρθρο εδώ για να μην βαρύνει ο όγκος του ποστ, διαβάστε το πρώτα από δύο πηγές, Μηχανή του Χρόνου και Now24, και συνεχίζουμε με την κατάρριψη του επικαιροποιημένου μύθου.

Μυθοκτονίας το ανάγνωσμα λοιπόν.

Ποιός ήταν ο Τζιοβάνι Ματέο Μάριο; Ξεχασμένος σήμερα τενόρος της όπερας που έζησε τον 19ο αιώνα, διακρίθηκε στην εποχή του σε γνωστούς κλασικούς ρόλους σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μέχρι και στη Νέα Υόρκη προσκλήθηκε για μια επιτυχημένη τουρνέ. Γεννήθηκε το 1810 στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας και πέθανε στη Ρώμη το 1883. Ήδη με την πρώτη ματιά βλέπουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι Δενδρινός/Κοντογιαννίδης μας δίνουν την πληροφορία πως έξι μήνες μετά το θάνατο της Αφεντάκη, ο Ματέο αυτοκτόνησε, δηλαδή το… 1879!

Έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε και το ζήτημα της ηλικίας. Το 1878 ο Ματέο ήταν 68 ετών και δεν το λέει και κανείς εύκολα πως βρίσκεται, για κείνη την εποχή, στην ακμή της ηλικίας του πόσο μάλλον και φωνητικά. Η αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών για τη ζωή του Ματέο απέδωσε καρπό μια βιογραφική έκδοση του 1910 με τίτλο The romance of a great singer – a memoir of Mario, by Mrs. Godfrey Pearse and Frank Hird διαθέσιμο σε πλήρη προσπελάσιμη μορφή από το Open Library.

Αυτά που διαβάζουμε είναι πως ο Τζιοβάνι Ματέο Μάριο δεν έδωσε καμία παράσταση στη Νάπολη ή αλλού το 1878. Είχε ήδη αποσυρθεί με μια πολυδιαφημισμένη αποχαιρετιστήρια συναυλία στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου στις 19 Ιουλίου του 1871 (σελ. 284-286). Αργότερα το 1874, με ενδιάμεσο σταθμό στη Φλωρεντία, λόγω του γάμου μιας από τις δύο κόρες του μετακόμισε στο δεύτερο όροφο του σπιτιού του στη via di Ripetta πάνω από τον Τίβερη ποταμό στη Ρώμη (σελ. 290) όπου κι έκτοτε έζησε εκεί μέχρι το θάνατό του. Η αιτία του θανάτου του δεν ήταν φυσικά μια σφαίρα στην καρδιά. Λόγω της στηθάγχης που τον ταλαιπωρούσε εκείνα τα χρόνια, πεθαίνει από ισχαιμικό επεισόδιο πετριγυρισμένος από τους οικείους του, τους θαυμαστές του και τον στενό φίλο του γιατρό που τον κουράριζε, στις 11 Δεκεμβρίου του 1883 (σελ. 295).

Πλήρης ασυμφωνία των πηγών και του “βιβλίου” του Σπύρου Δενδρινού. Αρκεί μόνο να κατανοήσουμε κάποια πράματα, πως “λαϊκό ανάγνωσμα” σημαίνει μια φτηνή λογοτεχνία ταυτόσημη με τη μυθοπλασία. Δείγματα τέτοιου είδους έχουμε πάμπολλα, είναι γνωστά τα λαϊκά αναγνώσματα του 19ου αιώνα με τους ληστές που ακόμα μέχρι σήμερα ρίζωσαν μύθους που ανανέωσαν τη δυναμικότητά τους με την έκρηξη του διαδικτύου, για παράδειγμα ανακυκλώνεται ακόμα ο μύθος για τη σχέση της δούκισσας της Πλακεντίας με το λήσταρχο Νταβέλη, γεγονός που πανεύκολα καταρρίπτεται. Αλλά κανείς δεν το ψάχνει γιατί είναι μια όμορφη ρομαντική ιστορία. Δηλαδή φτηνά ρομάντζα, εντελώς μυθεύματα και τίποτε άλλο.

Ας παραθέσουμε την τελευταία φωτογραφία του Τζιοβάνι Μάριο, η κορασίδα που κάθεται στα γόνατά του δεν είναι βεβαίως η Αφεντάκη αλλά μια από τις κόρες του. Ας μην σχολιάσουμε περαιτέρω, τα αυτονόητα σκέφτεται κανείς.

Υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα. Οι συνοδευτικές φωτογραφίες που παραθέτει στο άρθρο του ο Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης αναδεικνύουν το πρόβλημα του ελέγχου των πηγών. Προφανώς κατάλαβε πολύ γρήγορα πως θα ψάξει στο Google για τον Giovanni Mario και βρήκε την χαρακτηριστική εικόνα. Μόνο που αυτή η εικόνα βγαίνει σαν πρώτο αποτέλεσμα από την… αγγλική wikipedia όπου εκεί είναι πανεύκολο να ελέγξει κανείς την ακρίβεια των βιογραφικών στοιχείων του τενόρου. Κάτι που προφανώς δεν έγινε, ακούσια ή εκούσια δεν μπορώ να το πω. Ένα δεύτερο στοιχείο με προβλημάτισε και ρώτησα φίλους να μου πουν τη γνώμη τους. Το φωτογραφικό πορτραίτο της Σοφίας Αφεντάκη δεν πείθει πως είναι αυθεντικό, ταιριάζει περισσότερο σε μια από κείνες τις βαμπ του βωβού κινηματογράφου και γενικότερα της μπελ επόκ. Αλλά εκεί όρκο δεν δίνω καθώς η φυσιογνωμική σύγκριση με το περίφημο γλυπτό του Χαλεπά δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε σίγουρα συμπεράσματα.

Αν δεν σας έπεισαν ακόμα τα παραπάνω, προσέξτε το άλλο. Στο άρθρο παρατίθεται η εξής πληροφορία για τη γοητεία της Σοφίας Αφεντάκη που ασκούσε στο περίγυρό της, θυμηθείτε πως αφορά ένα γεγονός που συνέβη πριν το θάνατό της το 1878,

“Κάποτε, καμιά δεκαριά φοιτητές, όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Καλλιφρονάς (έγινε δήμαρχος), ο Λέκκας κ.α., οργάνωσαν εκδήλωση προς τιμήν της Σοφίας, στην ταβέρνα «Τις πταίει» στην οδό Ηφαίστου 53”.

Μόνο που ο Μανώλης Καλομοίρης γεννήθηκε το… 1883.