*της Σίσσυς Τσιφλίδου 

εγαλόφωνη ανάγνωση και δια βίου αναγνώστες: Επαναπροσδιορίζοντας τις παραμέτρους της αναγνωστικής επιτυχίας.

Για τα οφέλη της μεγαλόφωνης ανάγνωσης ήδη από τη βρεφική ηλικία πολλά έχουν διατυπωθεί και ποικιλότροπα «αναγνωστεί» μέσα από έναν κυριολεκτικά πολυμεσικό καταιγισμό πληροφοριών που ενισχύεται κυρίως από επιστημονικά ευρήματα και μελέτες. Αυτό που ίσως κανείς δεν προσλαμβάνει ιδιαίτερα, αφού η έμφαση δίνεται στη βρεφική και παιδική ανάγνωση, είναι η ανάγκη παραμονής της μεγαλόφωνης ανάγνωσης στη ζωή του παιδιού και ως εφήβου σαν μια καθοριστικής σημασίας ενασχόληση που, αν και μπορεί να αλλάζει ως τεχνική, συναλλάσσοντας με μεγαλύτερη ευκολία τους αφηγητές και εμπλέκοντας σε διαφορετικά επίπεδα τον αναγνώστη στο παιχνίδι της νοηματοδότησης του κειμένου, διαρκώς επαυξάνει το κοινωνικό και ατομικό της όφελος.

Στην αρχή και όχι χωρίς λόγο είναι ο ενήλικας που κατέχει κυρίαρχη θέση στην επιλογή του αναγνωστικού υλικού που θα περιβάλλει το παιδί του. Στην προσπάθειά του να επιλέξει, θέτει ερωτήματα που αφορούν κυρίως στην καταλληλότητα του υλικού. Τα ερωτήματα αυτά στην πραγματικότητα συν-υποβάλλει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ένα ευρύτερο διαμεσικό περιβάλλον (για παράδειγμα κριτικές ή απλές παρουσιάσεις βιβλίων σε sites, ηλεκτρονικά περιοδικά, ιστοσελίδες βιβλιοπωλείων). Βάζοντας τον εαυτό του στη διαδικασία να τα απαντήσει, αρχίζει ο ίδιος να αναπτύσσει και να εσωτερικεύει κριτήρια, όπως αυτά που αφορούν στην υλικότητα του βιβλίου, το πώς, για παράδειγμα, αυτά τα βιβλία συμβάλλουν στην αισθητοποίηση των εννοιών και βοηθούν το παιδί να κάνει συνδέσεις με τον υπαρκτό κόσμο ή στην εικονογράφηση που διαβαθμίζει την καθαρότητα της μορφής, τα σχήματα, τα χρώματα, το φόντο ανάλογα με την ηλικία του παιδιού στην οποία απευθύνεται το βιβλίο. Ακόμα αρχίζει να κατανοεί και εμπειρικά ότι τα μικρά παιδιά αγαπούν τις έμμετρες αφηγήσεις που διαθέτουν ρυθμό, τις επαναλήψεις, τα παιδικά τραγουδάκια, το να αφηγούμαστε μια ιστορία με έναν παραστατικό τρόπο, να μιμούμαστε φωνές και ήχους. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί και άλλου είδους εμπειρία: γνωρίζει πως το μικρό παιδί θα ζητήσει να του διαβάσουν ξανά και ξανά την αγαπημένη του ιστορία, πως αυτή η επανάληψη πέρα από την πιθανή εξάντληση των αποθεμάτων υπομονής για τον ενήλικα θα συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός κλίματος σταθερότητας που έχει τόσο ανάγκη, στην ικανότητα συγκέντρωσης και απομνημόνευσης, στην οικειοποίηση δομικών στοιχείων της αφήγησης, όπως η πλοκή μιας ιστορίας, η εξέλιξη, η κορύφωση και το τέλος.

Και όλη αυτή η ζωτικής σημασίας παρουσία του ενήλικα αφηγητή-συναναγνώστη στη θεμελίωση μιας στέρεης σχέσης του παιδιού με το βιβλίο και την ανάγνωση αναπόφευκτα θα κάνει έναν κύκλο, όταν το παιδί με την είσοδό του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση –αν δεν το έχει ήδη κάνει- θα σπάσει τον κώδικα και θα αρχίσει από μόνο του να διαβάζει, αυτή τη φορά συνειδητά πέρα από την αγαπημένη του μιμητική συμπεριφορά που το διακρίνει σε πιο μικρές ηλικίες. Για τον γονιό το γεγονός αυτό συνιστά ένα ορόσημο: «ξέρεις πια να διαβάζεις, μπορείς και μόνος-η σου». Πόσο, όμως, είναι αυτή η αλλαγή χωρίς κόστος για τη θετικά προσδιορισμένη αναγνωστική συμπεριφορά του παιδιού; Και, πραγματικά, σταματά η μεγαλόφωνη ανάγνωση με την εκμάθηση της ανάγνωσης;

Ο Jim Trelease, στο πολύ γνωστό βιβλίο του The Read–Aloud Handbook την παρουσιάζει σαν μια μαγική σφαίρα για τη δημιουργία ενός δια βίου αναγνώστη. Στο ίδιο βιβλίο ο συγγραφέας παραθέτει τις δυο σημαντικές παραμέτρους που επιδρούν καθοριστικά στην εδραίωση μιας δια βίου σχέσης του παιδιού με την ανάγνωση των βιβλίων.

Η μια αφορά ξεκάθαρα στο γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα επικεντρώνονται σε ό,τι τους προκαλεί ευχαρίστηση. Έτσι, η απόλαυση της ανάγνωσης γίνεται κριτήριο επιλογής μιας ευχάριστης δραστηριότητας, όπως πολλά άλλα πράγματα που μας ευχαριστούν σε αντίθεση με άλλα που βάζουμε στην άκρη γιατί μας στενοχωρούν ή μας προκαλούν δυσαρέσκεια. Διαβάζοντας σε ένα παιδί, στέλνουμε ένα μήνυμα ευχαρίστησης στον εγκέφαλό του ρυθμίζοντας έτσι το παιδί ώστε να συσχετίζει τα βιβλία με θετικά συναισθήματα.

Η άλλη παράμετρος ορίζει τη μεγαλόφωνη ανάγνωση σαν μια διαρκώς αναπτυσσόμενη διαδικασία που επιδέχεται βελτίωσης και εγκολπώνει τεχνικές και αφηγηματικούς τρόπους. Τα θετικά της αποτελέσματα προϋποθέτουν ρητά την παραμονή της στη ζωή του παιδιού από τη βρεφική ηλικία έως τουλάχιστον μέχρι το τέλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Υπάρχει δε μια στενή σχέση ανάμεσα στη φθίνουσα παρουσία της, που ξεκινά καθώς το παιδί εισέρχεται στο δημοτικό, με την επιθυμία του παιδιού να διαβάσει βιβλία. Η δεύτερη αυτή παράμετρος, που βρίσκεται πίσω από την παρακμή αυτού που ονομάζουμε ψυχαγωγική ανάγνωση των μαθητών, συμπίπτει με τη μείωση του χρόνου που οι ενήλικες διαβάζουν σε αυτούς. Μέσα στο σχολείο και κάτω από την πίεση του σχολικού προγράμματος είναι γεγονός πως σχεδόν κανείς δεν διαβάζει δυνατά στους μαθητές μια ιστορία, ένα απόσπασμα λογοτεχνικού κειμένου έχοντας κατά νου μόνο την απόλαυση της ανάγνωσης, χωρίς να συνδέει αυτή τη δραστηριότητα με γνωστικούς στόχους. Στον αντίποδα, καθώς αρχίζει και αυξάνεται η πίεση για σχολικές επιδόσεις, εμφανίζεται η δυσαρέσκεια του παιδιού για το διάβασμα και το σχολείο. Η μαθησιακή διαδικασία τείνει να γίνεται κουραστική ή βαρετή, φορτική και συχνά χωρίς νόημα με τις ατέλειωτες ώρες φύλλων εργασίας, τεστ και μηχανικής απομνημόνευσης.

Εάν, όμως, ένα παιδί σπάνια βιώνει τις απολαύσεις της ανάγνωσης, αλλά αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο αυτή τη δυσαρέσκεια, τότε η φυσική του αντίδραση θα είναι η απόσυρση από μια ευχαρίστηση που σε άλλες συνθήκες θα επιζητούσε όλο και περισσότερο. Γιατί η ανάγνωση είναι σαν να κάνεις ποδήλατο ή να οδηγείς ένα αυτοκίνητο, μας λέει ο Trelease: για να τη βελτιώσεις πρέπει να την κάνεις. Και όσο περισσότερο διαβάζεις τόσο καλλίτερος γίνεσαι. Οι σπουδαστές που διαβάζουν τα περισσότερα βιβλία επιτυγχάνουν τα μέγιστα και παραμένουν στο σχολείο το μακρύτερο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, εκείνοι που δεν διαβάζουν πολύ, δεν μπορούν να βελτιωθούν. Και γιατί δεν διαβάζουν; Επειδή ο μεγάλος αριθμός των μηνυμάτων δυσαρέσκειας που έλαβαν καθόλη τη διάρκεια των σχολικών τους χρόνων σε συνδυασμό με την έλλειψη μηνυμάτων ευχαρίστησης από το σπίτι ακύρωσαν την επιλογή τυχόν ελκυστικών βιβλίων. Απεναντίας, στα τμήματα εκείνα όπου η ενασχόληση με τη μεγαλόφωνη ανάγνωση, κυρίως από εκπαιδευτικούς που τις περισσότερες φορές δεν είχαν επιμορφωθεί ούτε είχαν συνειδητοποιήσει τα περαιτέρω οφέλη της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, αλλά απλά κατέχονταν οι ίδιοι από αγάπη για την ανάγνωση και έφεραν προσωπικά βιώματα μιας ευχαρίστησης που ήθελαν οι μαθητές και οι μαθήτριές τους να βιώσουν, είχαν να επιδείξουν μαθητές πραγματικά βιβλιοφάγους!

Η μεγαλόφωνη ανάγνωση είναι σχέση ζωής, ποτέ δεν παύει η επιθυμία μας να ακούμε ιστορίες, ακόμα κι όταν μεγαλώσουμε απολαμβάνουμε προφορικές αφηγήσεις ή μεγαλόφωνες αναγνώσεις. Και αυτή η εμπειρία διευρύνεται και μεγιστοποιείται με τη συμβολή ενός χαρισματικού αφηγητή, ικανού να μας συνεπάρει με τη φωνή, τις εκφράσεις και τις χειρονομίες του! Πόσες φορές οι εκπαιδευτικοί δεν είδαμε μεγάλα παιδιά να διψούν για τη μεγαλόφωνη ανάγνωση μιας ιστορίας στη σχολική τάξη, πόσες φορές δεν παρατηρήσαμε γονείς να απορροφώνται οι ίδιοι από τη μαγεία της αφήγησης σε σημείο να μην μπορείς πλέον να ξεχωρίσεις το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ιστορία που διαβάζεις!

 

(*)Η Σίσσυ Τσιφλίδου είναι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Δ.Σ. του Διεπιστημονικού Σωματείου Διαβάζοντας Μεγαλώνω.