«Ας μην ξεχνάμε ότι τα οικονομικά είναι μία ηθική επιστήμη», είπε ο Εμανουέλ Μακρόν στην πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times.

Η σκέψη αυτή διατρέχει το τεράστιο σε όγκο και σημασία έργο του Αμάρτια Σεν, νομπελίστα Οικονομίας αλλά και κορυφαίου πολιτικού φιλοσόφου.

Η «Κ» επικοινώνησε με τον μεγάλο Ινδό διανοητή στο σπίτι του στη Βοστώνη. Τον ρωτήσαμε, μεταξύ άλλων, για τη αποστροφή του Γάλλου προέδρου

αι για το αν θεωρεί ότι έχει φτάσει ο καιρός, στην εποχή της COVID-19, η οικονομική επιστήμη να διευρύνει την κατανόηση της ανθρώπινης

υμπεριφοράς και των σκοπών της οικονομικής πολιτικής με τη συνδρομή της ηθικής φιλοσοφίας.

Παραμένω αενάως αισιόδοξος», απαντά ο 86χρονος Σεν. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι μια πολύ ευρύτερη κατανόηση όντως θα αναδυθεί. Η διαμόρφωση πολιτικής αντανακλά το επίπεδο κατανόησης που έχουμε. Πρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα ότι όχι μόνο τα οικονομικά, αλλά η

οινωνία γενικότερα αποτελούν αντανάκλαση των ηθικών μας αξιών – ζούμε μαζί καλύτερα όταν βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Η αλήθεια αυτή, της

εμελιώδους μας αλληλεξάρτησης, φαίνεται ολοκάθαρα στην εποχή της πανδημίας. Αν δεν το καταλάβουμε, αυτό θα είναι μία μεγάλη επιστημολογική

ποτυχία με μείζονες ηθικές επιπτώσεις» τονίζει, εντοπίζοντας μία από τις πρώτες διατυπώσεις της σχέσης μεταξύ της κατανόησης του κόσμου και

ης ηθικής μας στάσης στον Αριστοτέλη, στα «Ηθικά Νικομάχεια» αλλά και στην «Πολιτική».

Για τον Σεν, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου θα είναι ένα κρίσιμο πεδίο μάχης όπου θα δοκιμαστεί η δυνατότητα της προπαγάνδας και των ψευδών ειδήσεων να συσκοτίσουν την επιταγή της αλληλοβοήθειας.

Ο Ινδός διανοητής, που εξακολουθεί να διδάσκει (διαδικτυακά αυτές τις μέρες) στο Harvard, είναι ο εμπνευστής του θεωρητικού πλαισίου των

ικανοτήτων» (capabilities) στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία. Σύμφωνα με αυτό, η έννοια της ελευθερίας αποκτά ουσία μόνο στον βαθμό που το

τομο έχει, πέρα από το νομικό δικαίωμα, την πραγματική ικανότητα να επιδιώξει τα αγαθά που δίνουν αξία στη ζωή του. Σε αυτό το πλαίσιο, η

λλιπής πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι στοιχείο ανελευθερίας, ακόμα και αν κάποιος ζει σε ένα πολιτικά και οικονομικά φιλελεύθερο

αθεστώς.

«Αρνητική ελευθερία»

Αναδεικνύει η κρίση της πανδημίας το νόημα της ιδέας των «ικανοτήτων» ως ζωτικού συστατικού στοιχείου της ελευθερίας; «Το ευρωπαϊκό κράτος

ρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών συστημάτων υγείας, είναι ένα άριστο παράδειγμα της σύλληψης της ελευθερίας ως αθροίσματος

κανοτήτων, που περιλαμβάνει αλλά πηγαίνει πέρα από την “αρνητική” έννοια της ελαχιστοποίησης των απαγορεύσεων», απαντά, αναφερόμενος

την κλασική ταξινομία του Αϊζέια Μπερλίν περί αρνητικής και θετικής ελευθερίας. Ο Σεν χαρακτηρίζει μάλιστα την κρίση του 2008 «μία κρίση της

ρνητικής ελευθερίας», που προκλήθηκε από το γεγονός ότι επετράπη στις τράπεζες να δραστηριοποιηθούν σε πρακτικές χωρίς κοινωνικό όφελος

λλά με δυνητικά καταστροφικές επιπτώσεις – όπως η «γυμνή» ασφάλιση χρεογράφων έναντι χρεοκοπίας.

ο ιδανικό, εξηγεί, είναι «μία ισορροπημένη προσέγγιση» μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας. Αυτό, προσθέτει, είναι κάτι το οποίο κατανοούσαν

ι πατέρες της πολιτικής οικονομίας, από τον ήρωά του, Ανταμ Σμιθ, και τον Μαρκήσιο ντε Κοντορσέ ώς τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, τον Καρλ Μαρξ και

ον Α. Σ. Πιγκού. Η ισορροπία αυτή «αποτέλεσε το θεμέλιο του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου στην Ευρώπη».

Ο Σεν ανατρέχει στο παράδειγμα της Βρετανίας στα χρόνια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. «Υπήρχε ο φόβος ότι δεν θα υπήρχε αρκετή τροφή για όλους

αι ότι άνθρωποι θα πέθαιναν από την πείνα. Εφαρμόστηκε έτσι η πολιτική της διανομής με δελτίο και του ελέγχου των τιμών και έτσι όχι μόνο

ποφεύχθηκε ο λιμός, αλλά μετά τον πόλεμο ο υποσιτισμός στη χώρα περιορίστηκε σημαντικά και ο ακραίος υποσιτισμός εξαλείφθηκε». Χρειάστηκε ο

όλεμος, εξηγεί, «για να αναλάβει η βρετανική κυβέρνηση την ευθύνη να εξασφαλίσει τη σίτιση όλου του βρετανικού πληθυσμού – όχι όμως και των

πηκόων της στην ινδική αποικία της, όπου τα χρόνια αυτά υπήρξε ένα μεγάλος λιμός».

Ο Ινδός νομπελίστας λέει ότι «δυστυχώς» η πανδημία δεν φαίνεται να οδηγεί σε μια αντίστοιχη έξαρση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η «κουλτούρα

ου μοιράζεσθαι», όπως την αποκαλεί, που οδήγησε και στη θεμελίωση της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (NHS) στη Βρετανία το 1948, «δεν δείχνει να

νισχύεται ιδιαίτερα, αν και το πρόβλημα είναι λιγότερο έντονο στην Ευρώπη συγκριτικά με τις ΗΠΑ ή την Ινδία».

Ο Σεν μιλάει για την αρνητική επίδραση που είχε διεθνώς η «κυριαρχία μιας αμερικανικής οικονομικής φιλοσοφίας της απορρύθμισης που ξεκίνησε με

ον Ρέιγκαν, την οποία ακολούθησαν όλοι οι πρόεδροι που τον διαδέχθηκαν, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και ο Μπιλ Κλίντον, που παραδέχθηκε

ργότερα ότι κάποιες από αυτές τις πολιτικές ήταν εσφαλμένες». Ο πρώτος θεωρητικός της οικονομίας που τόνισε το πώς το κατάλληλο ρυθμιστικό

λαίσιο ευνοεί τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, θυμίζει, ήταν ο Ανταμ Σμιθ: «Στον “Πλούτο των Εθνών” γράφει ότι είναι σχεδόν πάντα θεμιτή η

αρέμβαση του κράτους για την προστασία των εργατών, ενώ είναι σχεδόν πάντα λανθασμένη η παρέμβαση υπέρ των “αφεντών” [masters] –

ηλαδή των πλούσιων καπιταλιστών».

Τα λάθη

το ίδιο πνεύμα, στηλιτεύει την πολιτική της Ευρωζώνης κατά την ευρωκρίση, «καθοδηγούμενη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και συγκεκριμένα κράτη-μέλη».

«Ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, είναι ένας σπουδαίος διανοητής και παλιός φίλος. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αντέδρασε πολύ λανθασμένα», λέει. Η επιμονή στη μείωση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους εν μέσω ύφεσης, ακολουθώντας

λογικές της δεκαετίας του ’30, οδήγησε σε σφοδρές περικοπές των δημοσίων δαπανών». Τα ελλείμματα, ωστόσο, σημειώνει, «στις περισσότερες

εριπτώσεις διογκώθηκαν εξαιτίας της ανάγκης στήριξης της οικονομίας που προκάλεσε η κατάρρευση των τραπεζών»· ήταν μία «κρίση του

απιταλισμού, όχι του υπερδιογκωμένου κράτους». Και το αποτέλεσμα

ης λιτότητας που επιβλήθηκε ήταν «μία πραγματική απώλεια της προστασίας που απολάμβαναν οι πιο φτωχοί και η εργατική τάξη στην Ευρώπη –

ις συνέπειες της οποίας βιώνουμε τώρα με την κρίση της πανδημίας».

ο λάθος αυτό, σύμφωνα με τον σπουδαίο Ινδό οικονομολόγο και πολιτικό φιλόσοφο, επέτεινε τις αρνητικές συνέπειες τάσεων περιστολής του κράτους πρόνοιας, που προϋπήρχαν της κρίσης: «Υπήρχαν φωνές στην Ευρώπη που έλεγαν ότι το κράτος πρόνοιας έχει επεκταθεί υπερβολικά και πρέπει να περιοριστεί. Δεν υπήρχαν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν αυτήν την άποψη· όλες οι χώρες της Ευρώπης ωφελήθηκαν ιδιαιτέρως από το κράτος πρόνοιας. Η επιτυχία της οικονομίας της αγοράς βασίζεται κρίσιμα στην υποστήριξη ενός παρεμβατικού κράτους – κάτι που επίσης είχε αναδείξει ο Ανταμ Σμιθ».

Ο Σεν τάσσεται υπέρ των «μη ορθόδοξων» πολιτικών της ΕΚΤ (όπως τις αγορές κρατικού χρέους) τις οποίες εγκαινίασε ο Μάριο Ντράγκι και που

υνεχίζονται επί θητείας Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και της νέας ευελιξίας της Ε.Ε. σε θέματα ελλειμμάτων και χρέους. «Η επιστροφή στην ορθόδοξη

ολιτική θα έπληττε βαρύτατα τους οικονομικά ασθενέστερους», τονίζει.

εταξύ λιμού και πανδημίας

Σεν είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στη διαχείριση της πανδημίας από τη χώρα του. Η ινδική κυβέρνηση, η οποία «βρίσκεται υπό την επιρροή

ων πιο εύπορων τάξεων», εξηγεί, «εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον έλεγχο της επιδημίας, αδιαφορώντας για τις οικονομικές συνέπειες. Για τους

τωχούς, η ξαφνική επιβολή της απαγόρευσης κυκλοφορίας σήμαινε ότι βρέθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη χωρίς δουλειά, χωρίς εισόδημα,

ντιμέτωποι με το φάσμα της λιμοκτονίας». Η πολιτική αυτή, πέρα από «κατάφωρα άδικη», δεν είναι καν αποτελεσματική: «Οταν μεγάλος αριθμός

νθρώπων, που εργάζονται μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς εισόδημα, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν μαζικά προς τα

ωριά τους, διασπείροντας περαιτέρω τον ιό». Παράλληλα, ο περιορισμένος αριθμός των τεστ σημαίνει ότι «δεν ξέρουμε πόσοι έχουν προσβληθεί».

Σεν, μαζί με τον πρώην διοικητή της ινδικής κεντρικής τράπεζας, Ραγκουράμ Ρατζάν, και τον Αμπχιτζίτ Μπάνερτζι, έναν εκ των κατόχων του

ερυσινού Νομπέλ Οικονομίας, πρότειναν με κοινό τους άρθρο τη χρήση των αποθεμάτων του Food Corporation of India για τη σίτιση των φτωχών.

κρατικός αυτός οργανισμός, που αγοράζει αγροτικά προϊόντα σε εγγυημένες τιμές και τα πουλάει ή τα διανέμει ανά τη χώρα, διέθετε τον Μάρτιο 77

κατ. τόνους σε αποθέματα – υπερτριπλάσια από τα συνηθισμένα, σύμφωνα με τους αρθρογράφους. «Η μη διανομή των αποθεμάτων αυτών

αραμένει σοβαρή παράλειψη», λέει ο Σεν. «Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν 40-50 εκατ. τόνοι χωρίς να δημιουργηθεί ζήτημα διατροφικής

σφάλειας». Κάποιες πολιτείες, όπως η Κεράλα, ήταν πιο αποτελεσματικές, τόσο στην καταστολή του ιού όσο και για τη στήριξη των οικονομικά

σθενέστερων, λέει. Αλλά «χρειάζονται και αυτές τη στήριξη της κεντρικής κυβέρνησης».