Οι περισσότεροι ψυχολογικοί πόλεµοι ξεκινούν από αυτό που δεν ειπώνεται παρά από αυτό που έχει ειπωθεί.

Ας φέρουµε στον νου µας την εξής σκηνή:

Α θύµωσε µε τον Β και του έκοψε την κουβέντα από τότε που ο τελευταίος ξέχασε να του ευχηθεί για τα γενέθλιά του.

ρχικά ο Α µπορεί να θέλησε να του πει «Άκου, µήπως δεν ξέρεις τι µέρα ήταν χτες;», όµως, καθώς η αµέλεια του Β τον πλήγωσε –στην πραγµατικότητα ήταν απλώς ένα κενό µνήµης–, αποφάσισε να τον πληρώσει µε το ίδιο νόµισµα: τη σιωπή.

Β τελικά θύµωσε µε τον Α επειδή έπαψε ξαφνικά να απαντάει στα τηλεφωνήµατά του, ενώ τη µοναδική φορά που κατάφερε να του µιλήσει έδειχνε δυσαρεστηµένος.

Είναι µια κατάσταση παιδαριώδης, αλλά πολύ πιο συνηθισµένη απ’ ό,τι µπορεί να φανταστεί κανείς.

όσα ζευγάρια θυµώνουν από παρεξηγήσεις που κάνουν µέρες ή µήνες να βγουν στο φως; Άραγε, δε βρίσκεται στην έλλειψη επικοινωνίας η ρίζα πολλών συγκρούσεων που προκαλούνται στη δουλειά;

ο να µη λέµε τα πράγµατα εγκαίρως αποτελεί έναν σηµαντικό παράγοντα στρες για τους γύρω µας, καθώς δηµιουργεί πληθώρα ερµηνειών που καταλήγουν εναντίον µας.

Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν βεβαίως από εκείνους που µάλλιαζε η γλώσσα τους, µας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να εκφράζουµε αυτό που αισθανόµαστε –ακόµα κι αν δε βρίσκουµε τα κατάλληλα λόγια– παρά να προσβάλλουµε τον άλλον µε τη σιωπή µας.