Τα ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα ισορροπούν ανάμεσα στον αγώνα ενάντια στα απολυταρχικά καθεστώτα και τον έρωτα.

Ο ίδιος έχει πει εξάλλου για την ποίηση του:

Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές «Ποιητικές Πραμάτειες» που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα-βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης.

 

Διαβάστε παρακάτω μια επιλογή από αγαπημένα ερωτικά:

Το γέλιο σου

Πάρε μου το ψωμί, αν θες,

άρε μου τον αγέρα, μα

η μου παίρνεις το γέλιο σου.

Μη μου παίρνεις το ρόδο,

η λόγχη που τινάζεις,

ο νερό που ξάφνου

υμά απ’ τη χαρά σου,

ο απότομο κύμα

ο ασήμι που γεννάς.

Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ

ε μάτια κουρασμένα

ωρώντας κάποτε

η γη που δεν αλλάζει,

α έρχεται το γέλιο σου

ναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με

αι μου ανοίγει τις πόρτες

λες της ζωής.

Αγάπη μου, στις πιο μαύρες

ρες μου τινάζεται

ο γέλιο σου, κι όταν ξάφνου

εις το αίμα μου

α λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,

έλα, γιατί το γέλιο σου

α ‘ναι στα χέρια μου

α δροσερό σπαθί.

Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,

ο γέλιο σου ας αναβρύσει

α σιντριβάνι, όλο αφρό

αι την άνοιξη, αγάπη,

έλω το γέλιο σου σαν

ον ανθό που πρόσμενα,

ον γαλανό ανθό, το ρόδο

ης βουερής πατρίδας μου.

Γέλα στη νύχτα,

τη μέρα στο φεγγάρι,

έλα στις στριφτές

τράτες του νησιού,

έλα σ’ αυτό το άγαρμπο

γόρι που σ’ αγαπά,

α όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,

ταν τα βήματά μου φεύγουν,

ταν γυρνούν τα βήματά μου,

ρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,

ο φως, την άνοιξη,

α ποτέ το γέλιο σου

ιατί θα πεθάνω.

Πάρε μου το ψωμί, αν θες,

άρε μου τον αγέρα, μα

η μου παίρνεις το γέλιο σου.

Μη μου παίρνεις το ρόδο,

η λόγχη που τινάζεις,

ο νερό που ξάφνου

υμά απ’ τη χαρά σου,

ο απότομο κύμα

ο ασήμι που γεννάς.

Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ

ε μάτια κουρασμένα

ωρώντας κάποτε

η γη που δεν αλλάζει,

α έρχεται το γέλιο σου

ναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με

αι μου ανοίγει τις πόρτες

λες της ζωής.

Αγάπη μου, στις πιο μαύρες

ρες μου τινάζεται

ο γέλιο σου, κι όταν ξάφνου

εις το αίμα μου

α λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,

έλα, γιατί το γέλιο σου

α ‘ναι στα χέρια μου

α δροσερό σπαθί.

Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,

ο γέλιο σου ας αναβρύσει

α σιντριβάνι, όλο αφρό

αι την άνοιξη, αγάπη,

έλω το γέλιο σου σαν

ον ανθό που πρόσμενα,

ον γαλανό ανθό, το ρόδο

ης βουερής πατρίδας μου.

Γέλα στη νύχτα,

τη μέρα στο φεγγάρι,

έλα στις στριφτές

τράτες του νησιού,

έλα σ’ αυτό το άγαρμπο

γόρι που σ’ αγαπά,

α όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,

ταν τα βήματά μου φεύγουν,

ταν γυρνούν τα βήματά μου,

ρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,

ο φως, την άνοιξη,

α ποτέ το γέλιο σου

ιατί θα πεθάνω.

Δε σ’ αγαπώ

Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,

αΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:

σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,

υστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,

α που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,

αι ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου

’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.

Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,

’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:

’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,

αρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,

ου το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,

ου όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.

Η Βασίλισσα

Σε ονόμασα βασίλισσα.

πάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.

πάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.

πάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.

λλά εσύ είσαι η βασίλισσα.

Όταν περπατάς στο δρόμο

ανείς δε σε αναγνωρίζει.

ανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει

ο από κόκκινο χρυσό χαλί

ου πατάς καθώς περνάς,

ο χαλί δεν υπάρχει.

Κι όταν εμφανίζεσαι

λοι οι ποταμοί ακούγονται

το κορμί μου, καμπάνες σείουν τον ουρανό

ι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.

Μονάχα εσύ κι εγώ,

ονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,

ον ακούμε.

Απουσία

Σε έχω μετά βίας αφήσει,

ίσαι μέσα μου, κρυσταλλένια,

τρέμοντας,

με ανησυχία, πληγωμένη από μένα,

κυριευμένη από αγάπη, όπως όταν τα μάτια σου

λείνουν μπροστά στο δώρο της ζωής

υτό που και τώρα και πάντα σου δίνω.

Αγάπη μου,

ρήκαμε ο ένας τον άλλο

ιψασμένο και ήπιαμε

λο το νερό και το αίμα,

ρήκαμε ο ένας τον άλλο

εινασμένο

αι με δάγκωσες και σε δάγκωσα

αν η φωτιά να δάγκωνε

φήνοντας πληγές επάνω μας.

Μα περίμενέ με,

ύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,

α σου δώσω ,ακόμη,

να τριαντάφυλλο.

πέραντη

Βλέπεις αυτά τα χέρια; Έχουν μετρήσει

η γη, έχουν ξεχωρίσει

α ορυκτά από τα δημητριακά,

χουν κάνει ειρήνη και πόλεμο,

χουν καταρρίψει τις αποστάσεις

λων των θαλασσών και ποταμών,

ι όμως

ταν σε διατρέχουν

σένα, μικρή

πειρί από στάρι, κορυδαλλέ,

εν φτάνουν να σε περικλείσουν,

ουράζονται πλησιάζοντας

α δίδυμα περιστέρια

ου αναπαύονται ή πετάν στο στήθος σου,

ιατρέχουν τις αποστάσεις των ποδιών σου,

υλίγονται στο φως της μέσης σου.

Για μένα είσαι θησαυρός πιο φορτωμένος από απεραντότητα

ιο κι απ΄τη θάλασσα κι απ’ τα τσαμπιά της.

ι είσαι λευκή και γαλανή κι εκτεταμένη σαν

ην γη στον τρύγο.

Σ’ αυτή την περιοχή,

πό τα πόδια ως το μέτωπό σου,

ροχωρώντας, προχωρώντας προχωρώντας