Του Δημήτρη Σ. Παπαγγελόπουλου*

trong>Όλες οι νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις σε όλες τις Δημοκρατίες του πλανήτη ξεκινούν την θητεία τους έχοντας ένα πολιτικό κεφάλαιο, που τους έχει δοθεί από τους εκλογείς. Στην Ελλάδα συχνά αυτό το πολιτικό κεφάλαιο αντιμετωπίζεται ως δώρο, ως περίοδος χάριτος κατά την οποία οι νεόκοπες κυβερνήσεις προσπαθούν να προσγειώσουν τους υποστηρικτές τους από τον κόσμο των προεκλογικών υποσχέσεων στον πραγματικό κόσμο.

Και αυτό το δώρο συχνά ενέχει επικίνδυνο δηλητήριο. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις το διαβόητο «Λεφτά Υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου και το «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» του Αλέξη Τσίπρα.

Στον αντίποδα αυτής της πρακτικής βρέθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήδη από τα χρόνια της αντιπολίτευσης. Με την ιστορική του, όμως, δήλωση ότι θέλει η κυβέρνησή του να κριθεί από το αποτέλεσμα και όχι από τις προθέσεις της χάραξε μια βαθιά διαχωριστική γραμμή με το πρόσφατο, αλλά και το απώτερο παρελθόν.

Στην πατρίδα μας θεωρούσαμε μέχρι τότε, ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις δίνονται για να μην εφαρμοστούν ποτέ. Σήμερα, ένα χρόνο μετά την εκλογική νίκη, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλάζει σταδιακά το υπόδειγμα διακυβέρνησης του τόπου, εφαρμόζοντας το πρόγραμμά της. Προφανώς με τις απαραίτητες προσαρμογές, προφανώς καλύπτοντας κάποια κενά και εμπλουτίζοντάς το με νέα στοιχεία σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.

Οι Υπουργοί παρέλαβαν στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο τους «μπλε φακέλους» με τις προτεραιότητες του Υπουργείου τους, οι Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς τοποθετήθηκαν νωρίτερα από ποτέ, ενώ ψηφίστηκε άμεσα ο νόμος για το επιτελικό κράτος. Η Κυβέρνηση, από τις πρώτες κιόλας μέρες της θητείας της, άρχισε να υλοποιεί συγκροτημένα βασικές πτυχές του προεκλογικού της προγράμματος σε όλους τους τομείς.

Η επιλογή να αναμετρηθεί με εγκατεστημένες νοοτροπίες προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί την αντίδραση των εραστών της στασιμότητας. Χρόνια ζητήματα, όπως η κατάχρηση του πανεπιστημιακού ασύλου, το γκέτο παραβατικότητας των Εξαρχείων, ακόμα και οι βλαπτικές συνέπειες στην καθημερινότητα των πολλών από τις συγκεντρώσεις των λίγων, αντιμετωπίστηκαν, παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Η υιοθέτηση ενός σύγχρονου πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε από τροχοπέδη να αποτελεί καταλύτη ανάπτυξης, ανατρέπει μία αντίληψη δεκαετιών που υπερασπιζόταν με νύχια και με δόντια ακριβώς το αντίθετο.

Δεν κάμφθηκε η μεταρρυθμιστική της επίδοση ακόμα και όταν κλήθηκε να αναμετρηθεί με μία πρωτόγνωρη κατάσταση όπως αυτή της πανδημίας. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για σειρά θεμάτων προχώρησαν βάσει σχεδιασμού και σήμερα ήδη παράγουν αποτελέσματα. Ακόμη και η ονομαστική απαρίθμηση των κυβερνητικών πρωτοβουλιών δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα άρθρο.

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσα σε μερικούς μήνες έκανε πολύ περισσότερα από όσα έκαναν άλλες κυβερνήσεις σε ολόκληρη τη θητεία τους. Ασφαλώς κατά τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης υπήρξαν και λάθη όπως και αστοχίες, που ο Πρωθυπουργός έσπευσε να παραδεχθεί και να προχωρήσει σε κινήσεις για τη διόρθωσή τους.

Όσοι δεν μπορούν ακόμη να αποδεχθούν τη νέα πραγματικότητα που δημιουργείται στη χώρα μας βολεύονται με την απλοϊκή ερμηνεία ότι δήθεν οι πολίτες είχαν μειωμένες προσδοκίες τον Ιούλιο του 2019 από τον Μητσοτάκη και την Κυβέρνησή του και αυτό έκανε το έργο της πιο εύκολο. Αρνούνται να δουν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και την πολιτική γενικότερα είναι αποτέλεσμα της συνέπειας που η Νέα Δημοκρατία ως κυβέρνηση επιδεικνύει μεταξύ προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών πράξεων.

Επιπλέον θεωρούν ότι η Κυβέρνηση άσκησε και ασκεί μόνο «ευχάριστη» πολιτική. Διακατέχονται από μια λογική, ότι οι μεταρρυθμίσεις για να λέγονται μεταρρυθμίσεις «οφείλουν» να είναι επίπονες και αντιδημοφιλείς. Αγνοούν ότι αυτό συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια των μνημονίων γιατί ενώ δεν είχαν ψηφιστεί από τους πολίτες στο πλαίσιο ενός κυβερνητικού προγράμματος, έρχονταν μόνο ως υποχρεώσεις προς τους δανειστές μας και ως αποτέλεσμα πίεσης από τους εταίρους μας.

Αντίθετα η Νέα Δημοκρατία φρόντισε να παρουσιάσει έγκαιρα και ως αντιπολίτευση το πρόγραμμα της και με βάση αυτό να υπερψηφιστεί από τον ελληνικό λαό. Μάλιστα ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού που σήμερα καλείται να το υλοποιήσει συμμετείχε και στη διαμόρφωσή του.

Η διεκδίκηση ρόλου Κασσάνδρας είναι εξαιρετικά δημοφιλής στην Ελλάδα. Πολλοί έχουν την τάση να προβλέπουν αποτυχίες και καταστροφές βασισμένοι σε προηγούμενες αποτυχίες και καταστροφές. Όσοι το έκαναν είχαν την ικανοποίηση ότι δικαιώθηκαν, αλλά και την απογοήτευση, ότι δεν κατάφεραν να τις αποσοβήσουν.

Η Νέα Δημοκρατία διαχρονικά στάθηκε απέναντι στο ρεύμα του λαϊκισμού. Δεν αρκέστηκε στην καταγγελία, έδωσε μάχες, υπέστη ήττες, παρέμεινε όμως σε όλη την πορεία αρκετά ισχυρή, ώστε να αποτελεί πάντα μέρος της λύσης, ενώ η δυνατότητά της να εξελίσσεται την κατέστησε τη μοναδική σταθερά του πολιτικού μας συστήματος. Σήμερα, έχει τα αντανακλαστικά να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία, να εντοπίσει τα νέα προβλήματα, να παράγει νέες προγραμματικές θέσεις και να αγωνιστεί για την εφαρμογή τους.

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έλαβε κανένα δώρο. Κέρδισε με πολύ κόπο το πολιτικό της κεφάλαιο, το οποίο επενδύει σε μεταρρυθμίσεις, που θα εξασφαλίσουν βιώσιμη ευημερία για όλους και όχι μόνο για λίγους και εκλεκτούς. Με σεβασμό στο κράτος δικαίου και με την ενίσχυση των θεσμικών αντίβαρων προχωρά και καλεί τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και την κοινωνία των πολιτών να συμμετέχουν με πολιτικές θέσεις και προτάσεις. Είναι στο χέρι τους να αποφασίσουν εάν θα το πράξουν. Άλλωστε το δηλητήριο, το οποίο έπληξε προηγούμενες κυβερνήσεις, είναι η αναξιοπιστία που χαρακτήριζε το πολιτικό μας σύστημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει βρει το αντίδοτο σε αυτό.


*Ο Δημήτρης Σ. Παπαγγελόπουλος είναι μέλος της Πολιτικής Επιτροπής και Γραμματέας Προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας Facebook profile