Εχω μια συνήθεια από μικρό παιδί. Οι περισσότεροι λένε πως είναι καλή συνήθεια. Και εγώ καλή τη λέω δηλαδή.

Είμαι ευγενής. Δεν ξέρω αν είναι εγγενής αυτή η ευγένεια, αν θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ως συγγενή νόσο, ή την απέκτησα σταδιακά από αγωγή. Αφού και η αγωγή κάνει θαύματα, χτίζει χαρακτήρες, κορμιά, μυαλά κ.λπ. κ.λπ. (βλ. Λακωνική αγωγή, αγωγή του πολίτη, αγωγή λογοδοσίας, κακοδικίας, κατά παντός υπευθύνου.. ξέρετε κι εσείς από αυτά).

Αγωγή λοιπόν! Σκέτη. ‘Οχι περιαγωγή (αυτή την έχουν οι πάροχοι τηλεφωνίας), αν και βολεύει καμιά φορά να περιάγεσαι ή να επιτρέπεις επιλεκτικά να σε περιάγουν.

Ευγένεια από αγωγή. Που πρακτικά και σε απλά ελληνικά σημαίνει: ευχαριστώ, παρακαλώ, σεβασμό, αυτοσεβασμό…κ.ά., κ.ά. Όσα μας μάθαινε η δασκάλα στην πρώτη δημοτικού και όσα απαιτούνται για να μη σε πλακώσω στα βρισίδια όταν μου παίρνεις τη σειρά στο ταμείο, για να μη σε μαλλιοτραβήξω όταν με σπρώχνεις στο μετρό για να πιάσεις στασίδι και για να μη σου σκάσω μια γροθιά στο μάτι όταν αφήνεις το σκύλο σου να ανακουφίζεται στην πόρτα μου.

Αγωγή του μέσου ‘Ελληνα δηλαδή. Ξέρεις τώρα εσύ. Αυτή την αγωγή που δεν έχω ούτε εγώ, ούτε εσύ, αλλά την έχουν έχουν οι “μέσοι όροι”.

Μια τυπολατρική αγωγή, φτηνιάρικη και συνηθισμένη. Μια σολιψιστική αγωγή που σε κάνει να ξεχωρίζεις, που δεν σου επιτρέπει να τσιρίζεις σαν τραυματισμένος ιπποπόταμος όταν δεν σου γίνεται το χατίρι.

Μια αγωγή που σου δίνει την εξουσία να εκσφενδονίζεις ένα «Σα δεν ντρέπεστε» και τριακόσιους ακόμα ηθικολογίζοντες αφορισμούς στα μούτρα του απεχθούς μέσου όρου. Το “όχι εμείς”, αλλά “οι άλλοι» του μέσου Έλληνα. Αυτό που σε κάνει και με κάνει να ξεχωρίζουμε από τη μάζα. Η περιβόητη διακριτότητά μας δηλαδή: Η σαφήνεια με την οποία ξέρουμε να απορρίπτουμε τον πανάθλιο μέσο όρο και για να φαινόμαστε διαφορετικοί ως διδάσκαλοι της μεγάλης σχολής του γένους. Το φωτοστέφανο που οπλίζει το χέρι μας με το φραγγέλιο και μας δίνει την εξουσία να φωνάξουμε: “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;».

Η ίδια κουλτούρα της διαφορετικότητας που χαρακτηρίζει και εμένα, που έχω αυτή την καλή συνήθεια της εγγενούς ευγένειας από παιδί, και μου δίνει το δικαίωμα να σου απαντήσω μελιστάλαχτα: “Όχι, δεν ξέρω, αλλά πολύ θα ήθελα να σας γνωρίσω. Μου φαίνεστε πολύ συμπαθής.»

Η προσφιλής συνήθεια που μου επιτρέπει να σου τραβήξω δύο φάσκελα, να ανασύρω μνήμες κάμα σούτρα από ασυνείδητό σου, ώστε να απολαύσουμε φραστικά έστω αυτό που πιθανώς στερούμαστε: το να εκτονωθούμε, να ξεσπάσουμε, να το ξεκατινιάσουμε όπως εμείς γνωρίζουμε καλύτερα και στη συνέχεια να το διηγηθούμε στους οικείους μας, ώστε να κάνουμε πάλι τη διαφορά που μας τοποθετεί στο βάθρο αυτών που δεν ανηκούν στο μέσο όρο.

Μα, ναι! Την έχω αυτή την καλή συνήθεια από μικρό παιδί. Αυτή την ευγένεια που επικτήτως πώς έχει γραφτεί στο DNA μου. Οι περισσότεροι λένε πως είναι καλή συνήθεια. Και εγώ καλή τη λέω δηλαδή.

Αφήνω τις κυρίες να περιμένουν. Ας υποστηρίζουν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς το αντίθετο.

No, ladies first, baby.

Monkeys first! ..και ορμάω με το κεφάλι μπροστά σαν τράγος έτοιμος για διεκδίκηση.

Monkeys first, baby! ..και ορμάω να πάρω την πρωτιά. Μπροστάρης, ηγέτης και γκεσέμι.

Βαράω την κουδούνα μου και αφανίζομαι μέσα στη σκόνη του μιμητισμού. Σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να μαγνητίσω όλα αυτά που αντιγράφοντας κατέκτησα.

Monkeys first, babe!

ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το γορίλα που χάθηκε στην ομίχλη του πιθηκισμού και τον έκανε να ξεχωρίζει από το μέσο Έλληνα και τους μέσους όρους.