Γράφει ο Αλέξανδρος Τσίγγος*

Ήταν το στήθος του πλατύ

αι η καρδιά μεγάλη

ίχε το βλέμμα του ευθύ,

α χέρια φτιαγμένα ήτανε για πάλη.

Στο πέταμα, είχε του αετού,

εβέντικη του ήταν η φτιαξιά,

λευτεριά πως σμίλευε το νου,

του κούρου την κορμοστασιά.

Είχε το δίκιο μέσα φωλιασμένο,

ωτιά συνέχεια να τον εκαίει

αι στην ψυχή ανδρειωμένο,

ο θάρρος, την οργή, να πνέει.

Μισούσε κάγκελα και περιφράξεις,

άθε που σκλάβο τον κρατούσε,

ουλιών το γέλιο του, για να πετάξεις,

ου αδελφού του ο πόνος τον πονούσε.

Σε ασέληνης της νύχτας όψη,

στάθει να φωνάξει δυνατά,

ε γνωρίζω από την κόψη,

αίρε ω χαίρε λευτεριά.

Αρκούσε ένας για να πέσει,

αι ήταν αυτό το παλικάρι,

α να τον ζήλευε η ζωή κι η ζέση,

το μαύρο μετρήθηκε καντάρι.

Πατήσανε όλοι αυτό το χώμα,

σιωπή δεν είχε πια μαρτύρους,

εκρό σαν έπεσε το σώμα,

τον χάρο έπαιξαν τους κλήρους.

Παίξαν τα ρέστα οι σωσμένοι,

γύρτικα με μέσον και πλουτήσαν,

της μνήμης μνημόσυνα ταγμένοι,

ου αχρείοι μάστορες βλογήσαν.

Μα του παιδιού χτυπάει ακόμα,

έσα στο χώμα η καρδιά,

ίνει σφυγμό αυτό το σώμα,

εκρό κι αν είναι, στα παιδιά.

Από τις ημέρες του Πολυτεχνείου, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την παλικαριά και το θάρρος των παιδιών, των φοιτητών, των μαθητών, των εργατών, των αστών που συμμετείχαν.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι αποτελεί μια κορυφαία στιγμή στον αγώνα και την ανάγκη για Δημοκρατία.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι είχε νεκρούς και ότι ήταν μια παλλαϊκή εξέγερση.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει, τον υποτονικό αγώνα του Ελληνικού λαού ενάντια στην δικτατορία.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τον αντιδικτατορικό αγώνα τον έδωσαν στην πραγματικότητα πολύ λίγοι.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι έδρεψαν δάφνες, δόξα, πλούτο, θέσεις, καρέκλες, υποκείμενα ανάξια και υποκείμενα έμμισθα, είτε πλουσίων, είτε μυστικών υπηρεσιών, είτε απλός κοινωνικός κατιμάς.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ότι όσοι έμειναν στον αφρό ήταν κύρια φελλοί, αργυρώνητοι, καιροσκόποι, λαμόγια και χαμηλής συνείδησης και ευθύνης.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ημέρα μνήμης του αποτέλεσε δεκαετίες εργαλείο χειραγώγησης, εκμετάλλευσης, αποπροσανατολισμού, χυδαιότητας και αφυδάτωσης του από την πραγματική του και την ιστορική του αξία.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ευθύνη όλων όσων έγιναν μετά από αυτό είναι μια συνολική μας ιστορική ευθύνη.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι έπαψε να μας δονεί η ποίηση, η Την Ρωμιοσύνη μη την κλαίς, τα τραγούδια που αναστέναζαν μέσα μας και προκαλούσαν την συγκίνηση, των κοινών αγώνων μεταξύ των κοινών αγνώστων και τραβήξαν τα συνθήματα και τα νοήματα τους το δρόμο της απαξίωσης.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως χρεοκοπήσαμε σαν Δημοκρατία, το ψέμα κυριαρχεί όπως και η εξαπάτηση, πως σταθήκαμε λίγοι στο ύψος των περιστάσεων, πως παραμένουμε έτσι και σήμερα.

Η μελωδία της μονοτονίας, του γκρί, της απάθειας, κυριαρχούν, διαποτίζουν, αποπροσανατολίζουν και βουρκώνουν τα βήματα μας μέρα με την ημέρα.

Ελπίζω, γιατί μπορεί να είμαι αθεράπευτα ρομαντικός, ότι ισχύει στο τέλος, πως γελά καλύτερα εκείνος που γελάει τελευταίος.

Ελπίζω πως κάποια μέρα, κάποιο χαστούκι θα σκάσει τόσο ηχηρά στο μάγουλό μας που θα μας ξυπνήσει τόσο πολύ, που οι κλέφτες, οι ψεύτες, οι αργυρώνητοι, οι κάτω του μετρίου, οι πολιτικοί εγκληματίες, οι κοινωνικοί και οικονομικοί δολοφόνοι, ότι φτιάξαμε από τα σπλάχνα μας και ότι φυτεύτηκε από τους εχθρούς μας, θα μείνουν γυμνοί και άθαφτοι όπως τους αξίζει, όπως το ορίζει η αρχαία Ελληνική σκέψη για κάθε επίβουλο, πατριδοκάπηλο και προδότη.

Μια μέρα να φανεί το πόσο ανόητο είναι, οι τόσο κοινοί κι από τα πάνω διαχωρισμοί, δεξιός και αριστερός, μόνο κακό μας κάνει.