Τον κατευνασμό επέλεξαν τελικά οι ηγέτες των χωρών μελών του ΝΑΤΟ απέναντι στις απαιτήσεις του τούρκου προέδρου Ερντογάν αφού, προκειμένου εκείνος να αποσύρει το βέτο για την είσοδο Σουηδίας και Φινλανδίας στον οργανισμό, πήρε σημαντικά ανταλλάγματα και μία συνάντηση με τον αμερικανό πρόεδρο Μπάϊντεν.

«Έχουμε τώρα μια συμφωνία που ανοίγει το δρόμο για ένταξη» των δύο Σκανδιναβικών χωρών, δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας της Ατλαντικής Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ την Τρίτη, 28 Ιουνίου, μετά από μια συνάντηση σχεδον τεσσάρων ωρών στη Μαδρίτη μεταξύ του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του Φινλανδού ομολόγου του Σάουλι Νιινίστο και της πρωθυπουργού της Σουηδίας, Μαγκνταλένα Άντερσον.

Οι τρεις ηγέτες «υπέγραψαν ένα μνημόνιο που ανταποκρίνεται στις ανησυχίες της Τουρκίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στις εξαγωγές όπλων και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», διαβεβαίωσε ο Στόλτενμπεργκ. Συμφωνώντας να υποστηρίξει την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας, η Τουρκία επιτρέπει στις τριάντα χώρες μέλη της πιο ισχυρής στρατιωτικής συμμαχίας στον πλανήτη να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στη Ρωσία, η οποία έχει γίνει για άλλη μια φορά άμεση απειλή μετά την εισβολή της στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.

Τα κέρδη της Τουρκίας

Σύμφωνα με μια πρώτη ανάλυση της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης “Atlantic Council” ο Ερντογάν κατάφερε να εξασφαλίσει μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν και υποχρέωσε τη Φινλανδία και τη Σουηδία να αναλάβουν δράση αναφορικά με τις ανησυχίες της Τουρκίας για το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και το παρακλάδι του στη Συρία, τις κουρδικές πολιτοφυλακές YPG, ενώ από την πλευρά του ΝΑΤΟ εξασφάλισε την επέκταση της συμμαχίας με την μελλοντική προσθήκη δύο ακόμη μελών.

Για τον Ερντογάν το τετ-α-τετ με τον Μπάιντεν συνιστά μια «μεγάλη παραχώρηση» από μέρους του Λευκού Οίκου, λαμβανομένης υπόψη της στάσης της αμερικανικής κυβέρνησης να μην εμπλέκεται με αυταρχικούς ηγέτες. Σε συνδυασμό και με την επερχόμενη συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν «φαίνεται ότι ο Λευκός Οίκος δίνει προτεραιότητα στην πρακτική διαδικασία παρά στις καθαρές αρχές», εκτιμά το Atlantic Council.

Μια άλλη μεγάλη νίκη για ητν Τουρκία είναι ότι κατάφερε να περάσει στην ατζέντα του ΝΑΤΟ τις ανησυχίες της για την τρομοκρατία», προσθέτει ο αναλυτής Ριτς Άουτζεν της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης αναφερόμενος στη δέσμευση των δύο σκανδιναβικών χωρών να αποτρέψουν τη δράση μελών του PKK και των κουρδικών πολιτοφυλακών της Συρίας, «επικυρώνοντας την επιμονή του Ερντογάν τους τελευταίους δύο μήνες και ξεφουσκώνοντας το αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο ήταν διογκωμένες οι ανησυχίες για το PKK» της Τουρκίας.

Από την πλευρά του ο αναλυτής Φρεντ Κέμπε κάνει λόγο για ένα «αριστοτεχνικό παιχνίδι» του Τούρκου προέδρου, ο οποίος «άδραξε επιδέξια την ευκαιρία προκειμένου να την εκμεταλλευτεί στο μέγιστο δυνατό για τις τουρκικές ανησυχίες ασφαλείας και την εσωτερική του πολιτική».

Συμφωνίες αμυντικής βιομηχανίας
Ένα άλλο όφελος για την Τουρκία που δεν έχει επισημανθεί αρκούντως αφορά στην ευρεία συνεργασία ως προς συμφωνίες αμυντικής βιομηχανίας. «Όχι μόνον αίρεται το σουηδικό εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία, αλλά οι δύο σκανδιναβικές χώρες δεσμεύονται να φέρουν την Τουρκία σε κοινές πρωτοβουλίες ασφάλειας της ΕΕ», όπως το πρότζεκτ στρατιωτικών μεταφορών (PESCO).

Αν και διεθνή ΜΜΕ εκτιμούσαν ότι πιθανώς το μπλόκο της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ να σχεδιάστηκε και ως μοχλός πίεσης στις ΗΠΑ για να πάρει η Άγκυρα αμερικανικά μαχητικά F-16 ή για να προσελκύσει την προσοχή του Μπάιντεν, πιθανώς τέτοιες σκέψεις να μην ήταν «το κεντρικό κίνητρο» του Ερντογάν, οι ανησυχίες του οποίου για το PKK είναι «αισθητές, διατυπώνονται εδώ και καιρό και έχουν κεντρική θέση στην τουρκική διακυβέρνηση».

Τα βλέμματα, τώρα, στρέφονται στη σημερινή συνάντηση του Μπάιντεν με τον πρόεδρο της Τουρκίας προκειμένου να διαπιστωθούν κατά πόσον οι ΗΠΑ, ακολουθώντας το παράδειγμα της Φινλανδίας και της Σουηδίας, θα προχωρήσουν σε νέα μέτρα για να περιορίσουν και τις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία – συμμάχους της Ουάσιγκτον στον πόλεμο κατά του ISIS -.

Πάντως, παρά τα απροσδόκητα κέρδη για την Τουρκία, κερδισμένες από τη συμφωνία αυτή της Άγκυρας με το Ελσίνκι και τη Στοκχόλμη βγαίνουν όλες οι πλευρές, καθώς η Τουρκία αίρει το μπλόκο για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, αλλά κερδίζει και αναγνώριση για τις ανησυχίες της για την ασφάλειά της. Η Συμμαχία, παράλληλα, επιτυγχάνει μια μεγάλη νίκη καθώς ανοίγει ο δρόμος για την προσθήκη σε αυτήν «δύο ζωντανών δημοκρατιών», που ενισχύει τη «δημοκρατική καλή πίστη» του ΝΑΤΟ και την συνολική του ασφάλεια.